Κυκλοφόρησε αρκετά στο Φέισμπουκ ένα κείμενο, που το βλέπετε σε εικόνα αριστερά και που θα το μεταγράψω πιο κάτω -ίσως  ο συντάκτης του να είναι δάσκαλος, αν και αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Κάποιος φίλος μού ζήτησε να το σχολιάσω -κι έτσι έχουμε το σημερινό άρθρο, αν και τα θέματα αυτά τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές στο παρελθόν και θα τα συζητήσουμε ξανά στο μέλλον -αλλά γλωσσικό ιστολόγιο είμαστε, αν ήμασταν ποδοσφαιρικό θα συζητούσαμε για μπάλα.

Γράφει ο Ν. Σαραντάκος
Ο άγνωστος συντάκτης λοιπόν, ίσως δάσκαλος, στο καλογραμμένο κειμενάκι του συγκέντρωσε 14 λέξεις που η ορθογραφία τους έχει αλλάξει ή που ο συντάκτης νομίζει ότι έχει άλλάξει, στην κατεύθυνση της απλοποίησης. Θεωρεί ότι η απλοποίηση αυτή της ορθογραφίας συνιστά κατακρεούργηση της γλώσσας (!) και εκφράζει την έντονη δυσφορία του που νιώθει ανορθόγραφος και «αναγκάζεται να ανοίξει λεξικό ακόμα και για την πιο απλή λέξη».
Αλλά ας δούμε πρώτα το κείμενο:
Ενός λεπτού σιγή για εκείνο το μαντήλι που ξηλώθηκε κι έμεινε «μαντίλι», για την εταιρεία που διαλύθηκε κι έγινε «εταιρία», για τη βρωμιά που λερώθηκε κι έγινε «βρομιά», για τον χλωμό που τρόμαξε κι έγινε «χλομός», για το πηρούνι που έσπασε κι έγινε «πιρούνι», για το συγγνώμη που, έλεος, γίνεται «συγνώμη», για το ρήμα γλυτώνω που δε γλύτωσε κι έγινε «γλιτώνω», για το παληκάρι που λύγισε κι έγινε «παλικάρι», για την μπύρα που ξίνισε κι έμεινε «μπίρα», για την χρεωκοπία που έγινε «χρεοκοπία» και τη φοβόμαστε περισσότερο, για την περηφάνεια που ντροπιάστηκε κι έγινε «περηφάνια» για τον Μανώλη που παλεύει για να μη γίνει «Μανόλης», για τη ζήλεια που ζήλεψε κι έγινε «ζήλια», για το κτήριο που γκρεμίστηκε κι έγινε «κτίριο»…

Και για όλα εκείνα τα θύματα της απλοποίησης/κατακρεούργησης της ελληνικής γλώσσας, που μας κάνουν να νιώθουμε ανορθόγραφοι και να ανοίγουμε λεξικό ακόμη και για την πιο απλή λέξη!

Διαβάζοντας το κείμενο μας δημιουργείται η εντύπωση ότι ζούμε σε εποχή αέναης αλλαγής, όπου η ορθογραφία των λέξεων αλλάζει πιο συχνά κι από τις τιμές των οπωρολαχανικών στη λαϊκή αγορά. Στην πραγματικότητα, η πιο πρόσφατη εκτεταμένη αλλαγή της ορθογραφίας έγινε με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 (και του 1981 όσον αφορά το ειδικό και δευτερεύον θέμα του τονισμού). Από τότε, λιγοστές λέξεις έχουν αλλάξει, σε μια βραδύτατη διολίσθηση προς την ομοιομορφία και τη λελογισμένη απλοποίηση.
Σε γενικές γραμμές, όλοι συμφωνούν ότι ακολουθούμε την ιστορική ορθογραφία και όχι τη φωνητική ή φωνηματική. Η τρέχουσα άποψη της σχολικής ορθογραφίας και του καθ’ύλην αρμόδιου Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών είναι υπέρ της απλουστευμένης ιστορικής ορθογραφίας, που σημαίνει πως όταν δεν είναι εμφανής η ετυμολογική προέλευση της λέξης τότε η λέξη γράφεται απλά. Έτσι, ας πούμε, γράφουμε κόκκος, αλλά κόκαλο.
Διαφορετική άποψη έχει εκφραστεί από τον καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, ο οποίος θεωρεί ότι η ετυμολογία έχει απόλυτη προτεραιότητα, κάτι που τον έχει οδηγήσει να προτείνει εξωφρενικές γραφές όπως *αγώρι, *τσηρώτο, *τραυάω κτλ. Οι περισσότερες από τις εξωφρενικές αυτές προτάσεις ανατρέπουν καθιερωμένες απλούστερες γραφές, μερικές όμως συνιστούν επίσης απλοποίηση, όπως οι προτάσεις *πλημύρα, *κροκόδιλος. Το λέω αυτό για να μη νομιστεί ότι όλες οι προτάσεις του Μπαμπινιώτη είναι κατά της ορθογραφικής απλοποίησης -αν θεωρήσουμε ότι συνιστά απλοποίηση η γραφή των η, υ, ει κτλ. με ι, ή των διπλών συμφώνων με απλά. Να σημειώσω επίσης ότι τα λεξικά Μπαμπινιώτη έχουν αρκετές ανακολουθίες ή έχουν αλλάξει γνώμη αρκετές φορές, οπότε ίσως εσείς να βρείτε άλλη έκδοση του λεξικού που να έχει άλλη ορθογραφία.
Επειδή κάθε μία από τις 14 λέξεις του Ανώνυμου Δάσκαλου (ας βαφτίσουμε έτσι τον συντάκτη) είναι και ελαφρώς διαφορετική περίπτωση, θα πρέπει να τις δούμε μία προς μία. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Δάσκαλος πέφτει έξω σε κάποιο σημείο, σε άλλες έχουμε πράγματι αλλαγή της ορθογραφίας.
  1. μαντήλι ή μαντίλι; Η λέξη είναι δάνειο από τα λατινικά, πράγμα που συνηγορεί υπέρ του να γραφτεί απλά. Ο Μπαμπινιώτης σε προηγούμενη έκδοση είχε «μαντίλι», μετά το έκανε «μαντήλι» επειδή από τον 2ο αιώνα μ.Χ. απαντά η λέξη «μαντήλη, μαντήλιον» και την εποχή εκείνη κρατούσε ακόμα η διάκριση μακρών και βραχέων. Ωστόσο, από τα βυζαντινά κιόλας χρόνια εμφανίζονται γραφές «μαντίλι, μανδίλι» (π.χ. στον Πορφυρογέννητο), οπότε η πολυτυπία δικαιολογεί ασφαλώς την απλούστερη γραφή.
    Από τα μεγάλα σύγχρονα λεξικά μας το ΛΚΝ γράφει μαντίλι, ο Μπαμπινιώτης μαντήλι και το Χρηστικό μαντίλι και μανδήλι. Πρόκειται δηλαδή για λέξη που διττογραφείται.
  2. εταιρεία / εταιρία. Ο τύπος «εταιρία» δεν είναι καθιερωμένος, μόνο το Χρηστικό τον αναφέρει ως δεύτερο. Επομένως εδώ ο Δάσκαλος αδίκως αγανακτεί, η «εταιρεία» δεν διαλύθηκε.
  3. βρωμιά/βρομιά. Αξίζει άρθρο για τη λέξη αυτή. Πάντως, ο τύπος «βρομιά» βασίζεται σε ετυμολογία που προτάθηκε προπολεμικά από τον Γ. Χατζιδάκι και υπάρχει (ως δεύτερος, έστω) ήδη στο Λεξικό της Πρωίας του 1933 -δεν πρόκειται δηλαδή για καινοφανή αλλαγή. ΛΚΝ και Μπαμπινιώτης έχουν «βρόμικος».
  4. χλωμός/χλομός. Η λέξη διττογραφείται, αλλά ο Δάσκαλος κακώς ανησυχεί διότι η σχολική ορθογραφία, αν δεν σφάλλω, είναι «χλωμός», όπως είναι και ο τύπος που δέχεται το ΛΚΝ. Ο Μπαμπινιώτης προτείνει «χλομός». Το Χρηστικό έχει και τους δύο τύπους, πρώτα τον «χλομό».
  5. πηρούνι/πιρούνι. Η λέξη προέρχεται από την περόνη, το ήτα δεν έχει καμιά βάση αν και πράγματι αρκετοι το γράφουν έτσι. (Άλλοι, λιγότεροι, το ετυμολογούν από το πείρω=διαπερνώ και γράφουν πειρούνι αλλά πρόκειται για λάθος). Ήδη από το 1933 το Λεξικό της Πρωίας έχει πρώτον τον τύπο πιρούνι, που είναι και ο μοναδικός τύπος τον οποίο δέχονται ΛΚΝ και Μπαμπινιώτης. Ο Δάσκαλος έχει πολύ-πολύ καιρό να ανοίξει λεξικό.
  6. συγγνώμη/συγνώμη. Η γραφή «συγνώμη» δεν είναι καθιερωμένη, αν και χρησιμοποιείται ανεπίσημα -κι εγώ τη χρησιμοποιώ για να δείξω προφορικότητα. Δεν τη δέχονται τα λεξικά ή τη δέχονται σαν δεύτερη, ούτε η σχολική ορθογραφία. Επομένως κακώς ανησυχεί ο Δάσκαλος αφου ο τύπος που τον ενοχλεί δεν έχει γίνει δεκτός.
  7. γλυτώνω/γλιτώνω. Διττογραφείται η λέξη. Η ετυμολογία είναι από το «έκλυτος» αλλά επειδή η ετυμολογική διαφάνεια έχει χαθεί το ΛΚΝ απλοποιεί: γλιτώνω. Ο Μπαμπινιώτης δεν απλοποιεί. Και οι δυο είναι συνεπείς προς τις αρχές τους.
  8. παληκάρι/παλικάρι. Καταρχάς, η καθιερωμένη εναλλακτική γραφή είναι «παλληκάρι». Κακώς ο Δάσκαλος γράφει «παληκάρι» και κινδυνεύουμε να βρεθεί κανένας άλλος δάσκαλος να γράψει άσμα ηρωικό και πένθιμο για το «παλληκάρι» που κουρεύτηκε γουλί κι έμεινε «παληκάρι».
    Η λέξη διττογραφείται. Ετυμολογείται από το πάλληξ, γι’ αυτό και ο Μπαμπινιώτης το γράφει «παλληκάρι», αλλά ήδη από τα βυζαντινά χρόνια γράφεται με γιώτα και ετυμολογική διαφάνεια δεν υπάρχει, γι’ αυτό και το ΛΚΝ και η σχολική ορθογραφία προτιμούν το «παλικάρι». Και οι δυο ορθογραφίες είναι συνεπείς, δεν δικαιολογείται κοπετός.
  9. μπύρα/μπίρα. Έχουμε γράψει άρθρο για το θέμα. Η μπίρα είναι δάνειο και το ύψιλον δεν δικαιολογείται από πουθενά. Από το 1933 (Λεξικό Πρωίας) τουλάχιστον (μπορεί και παλιότερα) τα λεξικά γράφουν «μπίρα». Επομένως ο Δάσκαλος έχει ογδονταπέντε χρόνια να ανοίξει λεξικό.
  10. χρεωκοπία/χρεοκοπία. Οι τύποι με όμικρον υπάρχουν ήδη από τα αρχαία χρόνια, περίπου μισοί μισοί. Η διτυπία αυτή συνηγορεί υπέρ της απλούστερης γραφής. Και πάλι, ΛΚΝ με όμικρον και Μπαμπινιώτης με ωμέγα.
  11. περηφάνεια/περηφάνια. Ο τύπος «περηφάνια» προέρχεται από το επίθ. περήφανος, άρα καλώς γράφεται με γιώτα, ομοίως και η ψωροπερηφάνια. Ο λόγιος τύπος «υπερηφάνεια» είναι υπερδιόρθωση που καθιερώθηκε -οι αρχαίοι, να θυμίσω, είχαν «υπερηφανία», αλλά η περηφάνια δεν προήλθε από την υπερηφάνεια αλλά απευθείας από τον περήφανο.
    Τα λεξικά έχουν «περηφάνια». Ο Δάσκαλος έχει χρόνια να ανοίξει λεξικό -επίσης δεν έχει διαβάσει το παπαδιαμαντικό αριστούργημα «Για την περηφάνια».
  12. Μανώλης/Μανόλης. Το όνομα παράγεται από το Εμμανουήλ. Το ωμέγα δεν έχει ετυμολογική βάση, οι παλιότεροι το συνήθιζαν επειδή τους φαινόταν πιο αριστοκρατικό, πολλοί νεότεροι προτιμούν το «Μανόλης». Η ορθογραφία των κυρίων ονομάτων εξαρτάται, σε κάποιο βαθμό, και από το προσωπικό γούστο του καθενός.
  13. ζήλεια/ζήλια. Η λέξη διττογραφείται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια (ζηλία). Μπαμπινιώτης προτιμά το «ζήλεια», ΛΚΝ και σχολική ορθογραφία το «ζήλια».
  14. κτήριο/κτίριο. Έχουμε γράψει άρθρο. Ο Μπαμπινιώτης βάσει της ετυμολογίας (ευκτήριος) προτιμά τον τύπο με ήτα. Το ΛΚΝ (αλλά ήδη και ο Σταματάκος) παίρνουν υπόψη τους την ισχυρότατη παρετυμολογία με το «κτίζω» και προκρίνουν τη γραφή με γιώτα Η λέξη διττογραφείται εδώ και δεκαετίες και θα διττογραφείται μάλλον στον αιώνα τον άπαντα.
Στάθηκα αναλυτικά σε κάθε λέξη, διότι δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. στην μπίρα ή στο πιρούνι, οι τύποι που προτιμά ο Δάσκαλος, παρότι γράφονταν από αρκετούς, δεν ήταν ποτέ δεκτοί από τα λεξικά, και κατά πάσα πιθανότητα ούτε από τη σχολική ορθογραφία, επομένως ο αιφνιδιασμός του δεν δικαιολογείται -θα έπρεπε να το ξέρει, ιδίως αν είναι δάσκαλος. Αν αφαιρέσουμε και τις λέξεις όπου ο τύπος που ενοχλεί τον Δάσκαλο δεν είναι αποδεκτός (π.χ. εταιρία) τελικά δεν είναι τόσο πολλές οι διττογραφούμενες λέξεις.
Κάποιες λέξεις πάντως αλλάζουν όντως ορθογραφία. Αυτό κανονικά δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει, διότι η ορθογραφία είναι μια σύμβαση που δεν αγγίζει την ουσία της γλώσσας, οπότε δραματικοί αφορισμοί όπως «κατακρεουργείται η γλώσσα» (επειδή π.χ. η μπύρα έγινε μπίρα!!) είναι εντελώς άτοποι. Ωστόσο, για κάποιον περίεργο λόγο, πράγματι η ορθογραφική αλλαγή μας ενοχλεί και μας αναστατώνει -όταν συνειδητοποιήσουμε ότι μια λέξη που τη μάθαμε με έναν ορισμένο τρόπο στο σχολείο (ή εκτός σχολείου αλλά στα παιδικά-νεανικά μας χρόνια, διότι τη λέξη μπίρα/μπύρα, βέβαια, δεν μας την έμαθαν τα σχολικά βιβλία) ξαφνικά έχει αλλάξει, παθαίνουμε έναν λιγάκι κωμικό ηθικό πανικό, νιώθουμε να ανατρέπεται εντός μας ο ρυθμός του κόσμου, όπως έλεγε εκείνο το ποίημα του Βιζυηνού.
Αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα αντιμετωπίζεται αν συνειδητοποιήσουμε αν έγινε όντως αλλαγή, από πότε έγινε και γιατί έγινε. Βοηθάει επίσης το να συμβουλευόμαστε λεξικά και από αυτή την άποψη είναι πολύ χαρακτηριστική η αφοπλιστική ομολογία του Δάσκαλου, ότι αισθάνεται άσχημα όταν «αναγκάζεται» να ανοίξει λεξικό. Μα, νοείται δάσκαλος που να μην συμβουλεύεται καθημερινά λεξικό; Εγώ ανοίγω λεξικά πενήντα φορές τη μέρα.
Ο Δάσκαλος κατηγορεί την απλοποίηση της γλώσσας (και εννοεί την ορθογραφική απλοποίηση) και τη θεωρεί ισοδύναμη με την κατακρεούργηση. Όμως γενικευμένη ορθογραφική απλοποίηση δεν γίνεται και δεν υποστηρίζεται από (σχεδόν) κανέναν, δηλαδή φωνητική/φωνηματική ορθογραφία. Ακολουθούμε απλουστευμένη ιστορική ορθογραφία, και το ίδιο υποψιάζομαι πως ακολουθεί κι ο Δάσκαλος διότι δεν φαντάζομαι να συμμερίζεται την (υποτίθεται) πλήρως ετυμολογική προσέγγιση του Μπαμπινιώτη, δηλαδή να γράφει *αγώρι, *τσύμα, *κουττός και *τσυτσυρίζω. Το ότι υπάρχουν πενήντα λέξεις που όντως διττογραφούνται (δεν είναι περισσότερες, αν δεν μετρήσουμε τις μπαμπινιωτικές υπερβολές) δεν δικαιολογεί ούτε ανησυχία ούτε, πολύ περισσότερο, κινδυνολογία.
Εξάλλου, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η ορθογραφία αλλάζει (με βραδείς ρυθμούς, είπαμε) διαρκώς -δεν άρχισε να αλλάζει πρόπερσι. Απλούστατα, τις αλλαγές που είχαν ηδη συντελεστεί όταν μάθαμε γράμματα δεν τις έχουμε βιώσει και δεν μας ενοχλούν, τις αγνοούμε. Μόνο οι αλλαγές που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας ενδέχεται να μάς αναστατώσουν.
Φανταστείτε έναν πρόγονο του Δασκάλου, πριν από πενήντα-εκατό χρόνια, να γράφει, απελπισμένος:
Ενός λεπτού σιγή για εκείνη την ώμμορφη που ασκήμηνε και έμεινε «όμορφη», για την εληά που έχασε τη νοστιμιά της και έμεινε «ελιά», για το ξαίρω που ξεράθηκε και έγινε «ξέρω», για το κυττάζω που αλληθώρισε και καταντησε «κοιτάζω», για το δίκηο που αδικήθηκε και έμεινε «δίκιο», για το αφίνω που αφέθηκε να γίνει «αφήνω», για το φείδι που το έγδαραν και το έκαναν «φίδι», για τον καλλίτερο που έχασε το κάλλος του και απόμεινε «καλύτερος», για το μαζύ που έμεινε χώρια κι έγινε «μαζί», για τον μεγαλείτερο που μίκρυνε κι έγινε «μεγαλύτερος», για το ταξείδι που σταμάτησε και εκφυλίστηκε σε «ταξίδι», για την «καλωσύνη» που κάκιωσε κι απόμεινε «καλοσύνη», για τον παληό που πάλιωσε και τώρα είναι «παλιός» και για το έγεινε που από το γινάτι του κατέληξε σε «έγινε».

Πράγματι, πριν από μερικές δεκαετίες, το ξέρουν όσοι σκαλίζουν παλιά κείμενα, συνηθίζονταν τύποι όπως ώμμορφη, εληά, ξαίρω, κυττάζω, δίκηο, αφίνω, φείδι, καλλίτερος, μαζύ, μεγαλείτερος, ταξείδι, καλωσύνη, παληός, έγεινε -επίτηδες σταμάτησα στις 14 λέξεις, όσες και στον Θρήνο του Δάσκαλου, αλλά θα μπορούσα να αναφέρω πολλές λέξεις ακόμα που παλιότερα γράφονταν αλλιώς, πχ. είνε, σηκώτι, πήτα (ή πίττα), γέλοιο, κτλ. Μπορεί ο παππούς του Δάσκαλου να αναστατωνόταν που το σηκώτι έγινε συκώτι, διότι και οι άνθρωποι της εποχής αναστατώνονταν με τις αλλαγές της ορθογραφίας, και μάλιστα ο μεγάλος Παλαμάς είχε γράψει «Δεν ξαίρω το ξαίρω με έψιλον», μια και τον τύπο «ξαίρω» είχε συνηθίσει. Ωστόσο, ο σημερινός Δάσκαλος δέχεται χωρίς να προβληματιστεί καθόλου τις γραφές ξέρω, αφήνω, συκώτι, καλύτερος, φίδι, κτλ. αλλά αναστατώνεται από το πιρούνι, το μαντίλι, τη μπίρα και τη χρεοκοπία -ή, ίσως, από το τρένο, όπως έχουν γράψει άλλοι.
Πάω στοίχημα ότι ο γιος του Δάσκαλου θα δέχεται χωρίς κανένα πρόβλημα το μαντίλι, το πιρούνι και το τρένο. Ίσως να τον ενοχλούν άλλες λέξεις, που θα έχει αλλάξει η ορθογραφία τους, αλλά δεν θα διακινδυνέψω να προφητέψω ποιες θα’ναι αυτές.
Φοβάμαι μόνο μήπως και τον γιο του Δάσκαλου τον απασχολεί η χρεοκοπία, και όχι για την ορθογραφία της!…