Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 2 παρ. 3 του ν. 4440/2016 «3. Η μετακίνηση από μία δημόσια υπηρεσία σε άλλη διενεργείται ως μετάταξη σε κενή οργανική θέση κλάδου/ειδικότητας της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας/εκπαιδευτικής βαθμίδας, για την οποία ο υπάλληλος έχει τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα».

Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 71 του Υ.Κ., όπως ισχύει, προβλέφθηκε ότι: «1. Η μετάταξη σε άλλη δημόσια υπηρεσία, ήτοι η μετακίνηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία στην οποία ανήκει η οργανική θέση του σε κενή οργανική θέση άλλης υπηρεσίας, σε κλάδο της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, για την οποία έχει τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, διενεργείται για την κάλυψη πάγιων αναγκών σύμφωνα, με τις προβλεπόμενες διαδικασίες στο ΕΣΚ.

«2. Ο υπάλληλος μετατάσσεται με τον βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχει, εφόσον στην υπηρεσία υποδοχής εφαρμόζεται το ίδιο βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς με την υπηρεσία προέλευσης, άλλως κατατάσσεται βάσει των διατάξεων που διέπουν τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των υπαλλήλων του φορέα υποδοχής. 

Σε ό,τι αφορά στην μισθολογική προώθηση του υπαλλήλου λόγω κτήσης μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, αυτοί λαμβάνονται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη του υπαλλήλου, κατόπιν αναγνώρισης της συνάφειας αυτών βάσει των ισχυουσών μισθολογικών διατάξεων. Σε περίπτωση μετάταξης σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας, ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στον βαθμό με τον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στον βαθμό της θέσης, στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν.»

Συνεπώς, οι εκπαιδευτικοί που βάσει των διατάξεων του ν. 1566/1985 διορίζονται και κατατάσσονται σε κατηγορία ανώτερη των τυπικών προσόντων, π.χ. κατηγορία ΠΕ ενώ τα προσόντα τους εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 77 του Υπαλληλικού Κώδικα είναι αυτά της κατηγορίας ΤΕ, κατά την μετάταξη μέσω του ΕΣΚ θα πρέπει να καταλάβουν θέσεις για τις οποίες έχουν τα τυπικά προσόντα, στις οποίες θα είχαν διοριστεί εξαρχής αν εφαρμόζονταν σε αυτούς οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

Το ανωτέρω ζήτημα που ανέκυψε κατά τη μετάταξη μέσω του ΕΣΚ εκπαιδευτικών, οι οποίοι διέπονται από ειδικές διατάξεις ως προς τις κατηγορίες και τα προσόντα διορισμού τους αλλά και το βαθμολογικό τους καθεστώς [σχετ. και η αρ. 273/2017 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ.], ρυθμίστηκε νομοθετικά με τις διατάξεις του άρθρου 101 του ν. 4790/2021 όπου προβλέφθηκε «1. Οι μετατάξεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε θέσεις διοικητικών υπαλλήλων, κατ’ εφαρμογή του ν. 4440/2016 (Α’ 224), δύναται να διενεργούνται και σε κλάδο κατώτερης κατηγορίας, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι συναινούν ως προς αυτό».

Επιπλέον, για τη μονιμοποίηση των δόκιμων εκπαιδευτικών και μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ απαιτούνται 

α) δύο (2) έτη διδακτικής υπηρεσίας της περ. στ1, της παρ. 1, του άρθρου 4 του ν. 4823/2021 και 

β) επιτυχής αξιολόγηση του έργου τους σε όλα τα προβλεπόμενα, ανά περίπτωση, πεδία αξιολόγησης κατά την αξιολόγηση που λαμβάνει χώρα στη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Εφόσον πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, σε κάθε περίπτωση, η μονιμοποίηση γίνεται αναδρομικά από την ημερομηνία συμπλήρωσης δύο (2) ετών υπηρεσίας (σχετ. εγκύκλιος ΥΠΑΙΘΑ 43974/Ε3/25- 4-2024 –Α.Δ.Α.: 9ΛΣΟ46ΝΚΠΔ-ΚΟ6).

Ως εκ των ανωτέρω, κατά την εφαρμογή των διατάξεων της κινητικότητας παρατηρήθηκε το φαινόμενο να αποδεσμεύονται δόκιμοι εκπαιδευτικοί προκειμένου να μεταταχθούν μέσω του ΕΣΚ, χωρίς ωστόσο να δύναται να πραγματοποιηθεί η μονιμοποίηση αυτή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 40 του Υπαλληλικού Κώδικα που προβλέπει διαφορετική διαδικασία αφορώσα σε διοικητικούς υπαλλήλους.

Περαιτέρω, σας ενημερώνουμε ότι στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών έχουν υποβληθεί αιτήματα εκπαιδευτικών για δυνατότητα ανάκλησης της μετάταξής τους μέσω του ΕΣΚ είτε λόγω της κατάταξής τους σε εκπαιδευτική κατηγορία βάσει των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα, ήτοι κατώτερη αυτής στην οποία κατατάσσονταν ως εκπαιδευτικοί, είτε λόγω της αδυναμίας να ανταποκριθούν στα διοικητικά καθήκοντα.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω προβλήματα που είχαν ανακύψει κατά την εφαρμογή των διατάξεων του ΕΣΚ σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς και επιπλέον ότι:

α) οι υπηρεσίες του ΥΠΑΙΘΑ δεν εξαιρούνται από το ΕΣΚ και δύνανται να καλύπτουν τις ανάγκες τους μέσω αποσπάσεων ή μετατάξεων διοικητικού προσωπικού,

β) για τους εκπαιδευτικούς, το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό (ΕΕΠ) και το Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό (ΕΒΠ), σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν. 4440/2016, διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις που αφορούν σε απόσπαση σε υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και σε Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ανεξάρτητες Αρχές που εποπτεύονται από αυτό και σε φορείς του άρθρου 68 παρ. 1 υποπ. 3 του ν. 4235/2014 (Α’ 32) και του άρθρου 26 παρ. 3 υποπ. β’ του ν. 3432/2006 (Α’ 14), καθώς και σε φορείς και υπηρεσίες του ΟΑΕΔ για την υλοποίηση της μαθητείας των εκπαιδευτικών δομών του ίδιου Υπουργείου. Συνεπώς, το ΥΠΑΙΘΑ, βάση της έκτασης των υπηρεσιών του (περιφερειακών, αποκεντρωμένων και φορέων που εποπτεύονται από αυτό) σε όλη την επικράτεια, δύναται να αξιολογεί ενδοϋπουργικά τα αιτήματα των εκπαιδευτικών για τη διενέργεια αποσπάσεων και γενικότερα να ρυθμίζει τα ζητήματα σχετικά με την πολιτική κινητικότητας και την στελέχωση των υπηρεσιών του,

γ) με το αριθμ. 82940/Ε2/2020 έγγραφό το ΥΠΑΙΘΑ μας γνώρισε ότι υφίσταται θεσμικό πλαίσιο για τις αποσπάσεις εκπαιδευτικών για λόγους συνυπηρέτησης και

δ) σταθμίζοντας κατά μείζονα λόγο την ανάγκη στελέχωσης των σχολικών μονάδων με το άρθρο 57 του ν. 5143/2024 εξαιρέθηκαν οι εκπαιδευτικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το πεδίο εφαρμογής του ΕΣΚ. Η σχετική ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση, όπου αναφέρεται: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση, εξορθολογίζεται το ενιαίο σύστημα κινητικότητας και διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της κινητικότητας των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, αλλά και η στελέχωση κρίσιμων υπηρεσιών, όπως τα σχολεία, τα σωφρονιστικά καταστήματα και τα νοσηλευτικά ιδρύματα και καταργούνται διατάξεις που ρύθμιζαν ευνοϊκότερα θέματα κινητικότητας υπαλλήλων που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα.»