Νέες δομές στην εκπαίδευση και ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ESOS
Το
Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017 πραγματοποιήθηκε στην Ιωνίδειο Πειραιά
Ημερίδα με θέμα «ΝΕΕΣ ΔΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ», με τη συμμετοχή πολλών Σχολικών Συμβούλων, Διευθυντών
σχολικών μονάδων και Εκπαιδευτικών, Υπευθύνων προαιρετικών
εκπαιδευτικών προγραμμάτων και άλλων υποστηρικτικών δομών. Την
Ημερίδα διοργάνωσε το Π.Ε.Κ. Πειραιά και η Μονάδα Μεθοδολογίας,
Πολιτικών και Πρακτικών Επιμόρφωσης του Τμήματος Κοινωνικής και
Εκπαιδευτικής Πολιτικής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Στην Ημερίδα μίλησαν στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, της Σχολικής εκπαίδευσης, Πανεπιστημιακοί (δες στη συνέχεια το πρόγραμμα και το πλαίσιο της Ημερίδας) και χαιρέτισαν οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης Αττικής (κ. Χαράλαμπος Λόντος) και Στερεάς Ελλάδας (κ. Χρήστος Δημητρίου), οι Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά, ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής (Π.Ε.Σ.Ε.Α) και ο Διευθυντής του Π.Ε.Κ Δυτικής Ελλάδας.
Η Ημερίδα χαρακτηρίστηκε από έντονη αγωνία και προβληματισμό ως προς τον σχεδιασμό, τη λειτουργικότητα, την αποτελεσματικότητά και τη βιωσιμότητα των νέων δομών στην εκπαίδευση, παρόλο που κοινός τόπος ήταν ότι απαιτούνται θεσμικές αλλαγές στις υποστηρικτικές δομές της εκπαίδευσης.
Συζητήθηκαν επίσης ζητήματα διοίκησης και επαγγελματικής ανάπτυξης που προκύπτουν από τους νέους σχεδιασμούς, ενώ επισημάνθηκε η αναγκαιότητα τις διαφάνειας και της ουσιαστικής συζήτησης με τους ενδιαφερομένους φορείς.
Ειδικότερα, στις δύο συνεδρίες και στο στρογγυλό τραπέζι αναφέρθηκαν τα ακόλουθα.
1η ΣΥΝΕΔΡΙΑ:
Για τα νέα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ) τα Κέντρα Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΕΑ) που αφορούν στα Κέντρα Διαφοροποίησης Διάγνωσης, Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ) στα Περιβαλλοντικά κ.ά. αναπτύχθηκε πλούσια συζήτηση.
Αναφορικά με τους υπευθύνους περιβαλλοντικής εκπαίδευσης επισημάνθηκαν από τους εισηγητές τα εξής:
Η εν μέρει ή εν όλω αναδιάρθρωση ή αντικατάσταση του υπάρχοντος πλαισίου (Υπεύθυνοι-ΚΠΕ) δεν προκύπτει ως αναγκαία, καθώς δε λαμβάνει υπόψη της την πρόσφατη αξιολόγηση των ΚΠΕ, ούτε έχει γίνει καμία κριτική αποτίμηση και εντοπισμός των ενδεχόμενων αδυναμιών της ισχύουσας δομής των Σχολικών Δραστηριοτήτων.
Τα ΚΕΑ, όπως περιγράφονται στο σχέδιο, αποτελούν μια συρρικνωμένη εκδοχή των ΚΠΕ, που εγκλωβίζεται στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Από ένα αποκεντρωμένο ανοικτό μοντέλο εκπαίδευσης με βιωματικές και καινοτόμες προσεγγίσεις μεταβάλλεται σε ένα σύστημα συγκεντρωτικό, στο οποίο ενσωματώνονται οι αρμοδιότητες των ΚΠΕ, των Υπευθύνων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Αγωγής Υγείας, Πολιτιστικών Θεμάτων, Σχολικών Δραστηριοτήτων και των δύο εκπαιδευτικών βαθμίδων. Η παιδαγωγική τους ομάδα υποστελεχώνεται με ταυτόχρονη όμως αύξηση των καθηκόντων τους.
Για τους παραπάνω λόγους προτείνεται:
-Να υπάρξει μία μεταβατική/δοκιμαστική περίοδος με τριετή διάρκεια.
-Τα υπάρχοντα ΚΠΕ να μετεξελιχτούν σε ΚΕΑ που θα υποστηρίζουν το έργο της Αειφορίας, κατά κύριο λόγο στη Διεύθυνσή τους αλλά θα συνεχίσουν να επιτελούν το έργο τους σε εμβέλεια μεγαλύτερη από εκείνη της Διεύθυνσης στην οποία ανήκουν, ως αποκεντρωμένες δομές
-Να ιδρυθούν Γραφεία Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΓΕΑ), σε οργανική σύνδεση με το KEA, που θα λειτουργούν στην έδρα κάθε Διεύθυνσης Εκπαίδευσης.
Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ, στο δημοσιευμένο σχέδιο του ΥΠΠΕΘ, πρόκειται κυριολεκτικά να αφομοιωθούν στη νέα δομή ΚΕΣΥ «το οποίο θα παρέχει υποστήριξη στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής». Πρόκειται για μία νέα δομή η οποία θα έχει αρμοδιότητες που πλέον θα αφορούν στην κοινότητα και δεν θα είναι επικεντρωμένη στις ανάγκες και στην υποστήριξη του μαθητή. Στο τεράστιο ρεπερτόριο των αναφερόμενων αρμοδιοτήτων (ανέφικτες να υλοποιηθούν) αναφέρεται και η αξιολόγηση και η διαπίστωση ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών και η συνεκτίμηση με τη σχολική κοινότητα (;) για ζητήματα εγγραφής και φοίτησης των μαθητών. Είναι προφανές, σύμφωνα με το σχέδιο, ότι οι μαθητές δεν έχουν ανάγκη άμεσης υποστήριξης αλλά ο εκπαιδευτικός και ότι η μεγάλη ανάγκη για αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εκτιμάται ως ίδιου ή καλύτερα μικρότερου βαθμού από την ανάγκη της σχολικής κοινότητας. Η υποστήριξη όμως των εκπαιδευτικών με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο δεν συνεπάγεται ποιοτική υποστήριξη μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όταν στάσεις και πεποιθήσεις της σχολικής κοινότητας παραμένουν ανέγγιχτες.
Η αφομοίωση των ΚΕΔΔΥ δημιουργεί επίσης κάποια ακόμη ερωτηματικά:
-Τι θα γίνουν οι χιλιάδες αιτήσεις αξιολόγησης μαθητών που αναμένουν στα ΚΕΔΔΥ όλης της χώρας, αν δεν εξυπηρετηθούν με την υφιστάμενη διαδικασία, σε ποιους φορείς θα κατευθυνθούν και με ποιο κόστος για τους γονείς;
-Αν εξυπηρετηθούν, πώς θα υλοποιηθεί ο τεράστιος όγκος αρμοδιοτήτων των ΚΕΣΥ από το Σεπτέμβριο του 2018,
-Ποιος είναι ο διαθέσιμος χρόνος για να αντικατασταθεί η πολυνομία που αφορά τα ΚΕΔΔΥ και τη σχέση τους με την εκπαίδευση;
Η μετουσίωση των ΚΕΔΔΥ σε μια δομή για την αντιμετώπιση του συνόλου των προβλημάτων της σχολικής κοινότητας σε καμία περίπτωση δεν είναι θετικόνβήμα για την λειτουργική ένταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκεςνή αναπηρία στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Σε σχέση με την αειφορία στη σχολική μονάδα επισημάνθηκε ότι:
Υπάρχουν αντιφάσεις, όπως πχ. η επιδίωξη της αυτονομίας του σχολείου με την ταυτόχρονη «καθοδήγησή του» και τον σφιχτό εναγκαλισμό του από την αυξανόμενη γραφειοκρατία.
Μπορεί να υπάρχουν καλές προθέσεις για την αναβαθμισμένη λειτουργία του συλλόγου διδασκόντων, αλλά, αν δεν προβλέπεται ρητά στον νόμο η τακτική συνάντηση/συνεδρίαση του συλλόγου διδασκόντων, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε προγραμματισμός, ούτε σχεδιασμός, ούτε αποτίμηση.
Προτείνεται να διατηρηθούν τα ΚΠΕ (με οποιοδήποτε όνομα) ως δομές παροχής υπαίθριας μάθησης και να διατηρηθεί ο θεσμός του Υπευθύνου Σχολικών Δραστηριοτήτων στο ΚΕΣΥ, ως Σύμβουλος Εκπαίδευσης για την Αειφορία.
Πρέπει να καταργηθεί η διαφορετική μεταχείριση των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Προτάσεις:
1. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση/Εκπαίδευση για την Αειφορία πρέπει να αποτελέσει μέρος των ωρολογίων προγραμμάτων όλων των σχολείων, με
την μορφή του Αειφόρου Σχολείου.
2. Σε κάθε ΚΕΣΥ θα πρέπει να οριστεί τουλάχιστον ένας Σύμβουλος Εκπαίδευσης για την Αειφορία με αρμοδιότητα την υποστήριξη των εκπαιδευτικών που υλοποιούν αντίστοιχα σχέδια δράσης-προγράμματα στα σχολεία.
3. Να αναγνωρίζεται και να επιβραβεύεται η προσπάθεια των σχολείων για στροφή προς την αειφορία με κατάλληλους τρόπους.
2η ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Για το θεσμό των Σχολικών Συμβούλων αναπτύχθηκε ιδιαίτερα εκτεταμένος διάλογος και ενδεικτικά αναφέρθηκε από τους εισηγητές ότι:
Το βασικό διακύβευμα του σύγχρονου σχολείου, όπως εκφράζεται σε όλα τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, επικεντρώνεται στην αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης μέσα από τη δημιουργική και ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών σε όλες τις μαθησιακές διαδικασίες αλλά και στον κοινωνικό ρόλο του σχολείου. Σε αυτή την κατεύθυνση η συμβολή των σχολικών συμβούλων μπορεί να αποβεί καθοριστική, αν τους δοθεί το κατάλληλο πλαίσιο λειτουργίας.
Η προσπάθεια θα έπρεπε να εστιαστεί στην κατανόηση των στόχων και των αναγκών του εκπαιδευτικού συστήματος, εφαρμόζοντας τις βασικές αρχές της Οργάνωσης (κατάλληλο οργανωτικό πρότυπο, καταμερισμό εργασίας και τμηματοποίηση, βαθμό αποκέντρωσης, εύρος εποπτείας), και όχι στη συστηματική απαξίωση θεσμών όπως του σχολικού συμβούλου (τα μονοπρόσωπα όργανα είναι αυτοαναφορικά, οι σχολικοί σύμβουλοι δεν δουλεύουν, κλπ)
Ερωτήματα δημιουργεί στην αυτοαναφορικότητα των μονοπρόσωπων οργάνων μόνο προς τους Σχολικούς Συμβούλους και όχι σε άλλα στελέχη όπως οι Διευθυντές Διευθύνσεων και οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης.
Στο προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο για Νέες Δομές στην Εκπαίδευση ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου πρέπει να ενδυναμωθεί, να ενισχυθεί και να προσδιοριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβάλει στη δημιουργία κουλτούρας ποιότητας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και μιας νέας κουλτούρας οργάνωσης, σχέσεων και συνεργασίας στο Σχολείο, η οποία στηρίζεται στις δημοκρατικές αρχές για τη λήψη αποφάσεων αλλά και στη δέσμευση ότι αυτές θα υλοποιηθούν,
Οι ιδιαίτερες ανάγκες της Τεχνικο-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στον τομέα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και τα προβλήματα των ειδικών γνωστικών αντικειμένων της Τεχνικής Εκπαίδευσης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μια πολυπρόσωπη διεπιστημονική ομάδα στα ΠΕΚΕΣ ή τα ΚΕΣΥ που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο.
Στο σχέδιο εμπλέκεται η Πρωτοβάθμια με την Δευτεροβάθμια που από τη φύση τους έχουν διακριτούς ρόλους στην καθοδήγηση και αγνοείται το υποστηρικτικό έργο των ΚΕΠΛΗΝΕΤ για το ψηφιακό σχολείο.
Τονίστηκε ότι Σχολικοί Σύμβουλοι εργάζονται με ελλιπέστατη υλικοτεχνική υποστήριξη, χωρίς επαρκείς οικονομικούς πόρους για μετακινήσεις από και προς τα Σχολεία και χωρίς θεσμική επιστημονική βοήθεια.
Είναι τα μόνα Στελέχη που χρησιμοποιούν για τις αναγκαίες μετακινήσεις από και προς τις Σχολικές μονάδες το επίδομα θέσης και παρόλα αυτά είναι και τα μόνα στελέχη στην Εκπαίδευση των οποίων το επίδομα θέσης περικόπηκε το 2015. και είναι πλέον μικρότερο και από το επίδομα Διευθυντών Σχολικών Μονάδων (Ν.4354/26-12-2015/άρθρο 16/βε).
Οι πρόσφατες εσπευσμένες το Σεπτέμβριο επιμορφώσεις για τις δημιουργικές εργασίες για όλους τους Εκπαιδευτικούς των ΓΕΛ στην επικράτεια δεν θα γίνονταν αν οι Σχολικοί Σύμβουλοι δεν πλήρωναν ακόμα και από την τσέπη τους για τις αναγκαίες μετακινήσεις και διαμονή σε ολόκληρη την επικράτεια.
Επισημάνθηκε επίσης ότι καμιά αξιολόγηση του θεσμού δεν έγινε και πουθενά στο σχέδιο δεν αναφέρεται ούτε ένα λόγος που θα δικαιολογούσε την κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων και την αντικατάστασή τους από τους ονομαζόμενους στο σχέδιο Περιφερειακούς Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου και Επιμόρφωσης (ΠΣΕΕΕ). Στην καλύτερη περίπτωση τα ΠΕΚΕΣ είναι μια τεχνικού χαρακτήρα ρύθμιση η οποία δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση το τέλος του θεσμού.
Η κατάργηση των Σχολικών Συμβούλων με πεδίο δράσης τις Διευθύνσεις και τις Σχολικές Μονάδες και η αντικατάστασή τους από τους ΠΣΕΕΕ με έδρα τις Περιφέρειες και σε απόσταση από τις Σχολικές Μονάδες θα δημιουργήσει προβλήματα επικοινωνίας και υποστήριξης για πλήθος καθημερινών προβλημάτων που ούτε περιγράφεται, ούτε υπάρχει η σχετική γνώση για διαχείρισής τους από τις νέες δομές ΚΕΣΥ και ΚΕΑ.
Μεταξύ των προβλημάτων του σχεδίου για την Παιδαγωγική και Επιστημονική Καθοδήγηση που αναφέρθηκαν ήταν :
• Η ομογενοποίηση των ΠΣΕΕΕ (π. Σχολικών Συμβούλων) Α ́θμιας και Β ́θμιας,
• Η κατάργηση των Διοικήσεων των Π.Ε.Κ. και των προϊστάμενων Σχολικών Συμβούλων Επιστημονικής και Παιδαγωγικής καθοδήγησης.
• Η απομάκρυνση των ΠΣΕΕΕ από τις Σχολικές Μονάδες, ο περιορισμός της επιστημονικής καθοδήγησης στις ειδικότητες και τα διαφοροποιημένα καθήκοντα των ΠΣΕΕΕ.
• Ο μη προσδιορισμός της σύνθεσης και του πλήθους των ΠΕΚΕΣ, καθώς και των κριτηρίων επιλογής και του αριθμού των ΠΣΕΕΕ.
• Ο μη προσδιορισμός της ιεραρχικής αντιστοίχισης ΠΕΚΕΣ-ΔΝΣΕΩΝ ΕΚΠ/ΣΗΣ και επομένως ΠΣΕΕΕ-Δ/ντη Εκπ/σης
• Ο φραγμός των δύο θητειών και της επιλεκτικής αξιολόγησης.
Παρά την διαχρονική εγκατάλειψη του θεσμού από την Πολιτεία, τη βαριά σκιά της αξιολόγησης, καθώς και τις συνεχείς παρατάσεις της θητείας τους από τον Αύγουστο του 2015 μέχρι και σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των Σχολικών Συμβούλων στάθηκε όρθια και με αξιοπρέπεια απέναντι σε πρακτικές φθοράς.
ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Στο στρογγυλό τραπέζι τέθηκαν τα ζητήματα της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών, της άσκησης της διοίκησης, των κινδύνων και της βιωσιμότητας των νέων δομών.
Συνοψίζουμε τις 5 διαφορετικές παρεμβάσεις:
Παρέμβαση Α (Πολιτιστικά)
Ποτέ δεν αποτιμήθηκε ο θεσμός των σχολικών δραστηριοτήτων, παρότι κατατίθενται λεπτομερείς ετήσιοι απολογισμοί;
Στα θετικά της πρότασης είναι η παιδαγωγική αυτονομία και η υποβολή σχεδίου δράσης από το σχολείο. Όπως μας δείχνει η ιστορία της εκπαίδευσης, οι μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνουν όταν προέρχονται από τη βάση και τους δίνεται χρόνος δοκιμής και μετάβασης. Αναγκαία επομένως η δοκιμαστική περίοδος με μικρό αριθμό σχολείων και με διαρκή υποστήριξή τους, καθώς και η ελευθερία στη διαμόρφωση και επιλογή θέματος σχεδίου δράσης με τη συμμετοχή των μαθητών. Χωρίς την πρόβλεψη επαρκούς χρόνου για τις συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων είναι ρύθμιση κενή περιεχομένου.
Αντί η θεματολογική διεύρυνση με την μετατροπή των ΚΠΕ σε ΚΕΑ να οδηγήσει σε διευρυμένες επιστημονικά ομάδες, με τη συμμετοχή ποικίλων ειδικοτήτων, προτείνεται η συρρίκνωση. Με το ένα μέλος υποχρεωτικά εκπαιδευτικό πληροφορικής, η διεπιστημονική σύνθεση είναι περιορισμένης δυνατότητας και η εκπροσώπηση των βαθμίδων στην Παιδαγωγική Ομάδα δεν είναι ανάλογη με τον
Η υπαγωγή των ΚΕΑ διοικητικά στο ΚΕΣΥ, παιδαγωγικά στο ΠΕΚΕΣ δημιουργεί ένα γραφειοκρατικό οικοδόμημα: αν για κάθε δράση χρειάζεται η έγκριση δυο διαφορετικών φορέων επιφορτισμένων με πολλά άλλα θέματα, οι καθυστερήσεις και οι ακυρώσεις του προγραμματισμού μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες.
Η συγχώνευση των Υπευθύνων Σχολικών Δραστηριοτήτων με τα ΚΠΕ σε ΚΕΑ, με αντίστοιχη μείωση του συνολικού αριθμού των υπηρετούντων εκπαιδευτικών σε αυτά, και η επιφόρτισή τους με ευρύ φάσμα καθηκόντων καθιστά τη δομή συγκεντρωτική, το έργο της διεκπεραιωτικό και γραφειοκρατικό και την ανταπόκριση στα αιτήματα επιλεκτική (και μη δημοκρατική), κυρίως στα αστικά κέντρα όπου και το μεγαλύτερο πλήθος μαθητών και εκπαιδευτικών.
Παρέμβαση Β (Πρόταση ΥΠΠΕΘ)
Είναι γεγονός ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει υποστεί δραματικές αλλαγές την τελευταία εικοσαετία, με κύρια κατεύθυνση τις νεοφιλελεύθερες επιλογές που μεταφράζονται σε ένα σχολείο εξόχως ανταγωνιστικό –εξετασιοκεντρικό και σε μια διοίκηση σε ρόλο μάνατζερ που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Η ανάγκη για αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα σε άλλη κατεύθυνση, που θα ενδυναμώνει το βασικό ρόλο του σχολείου τόσο στο γνωστικό επίπεδο όσο και στο παιδαγωγικό, είναι ο βασικός στόχος της σημερινής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Σημαντική διάσταση σε μια νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα πρέπει να έχουν οι δομές υποστήριξης της Σχολικής Μονάδας.
Η πρόταση του ΥΠΠΕΘ βασίζεται στις αρχές:
• αποκέντρωσης και αύξησης του βαθμού συμμετοχής των μελών της
σχολικής κοινότητας στη λήψη αποφάσεων,
• ενίσχυσης των χαρακτηριστικών ενός δημοκρατικού, συνεργατικού και
ενδυναμωμένου σχολείου με ενισχυμένο τον κοινωνικό του ρόλο,
• ανάπτυξης κλίματος παιδαγωγικής ελευθερίας,
• κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου της ατομικής αξιολόγησης εκπαιδευτικών και της κατηγοριοποίηση των σχολείων που τόσο
ταλαιπώρησαν την εκπαιδευτική κοινότητα.
Στο κέντρο της πρότασης βρίσκεται η σχολική μονάδα και οι ανάγκες της μέσα από μια ολιστική προσέγγιση για την υποστήριξη της λειτουργίας της. Με βάση τις ανάγκες αυτές θα σχεδιάζεται η επιμόρφωση και η στήριξη των ψυχοκοινωνικών και παιδαγωγικών αναγκών των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Βασικό στοιχείο της πρότασης για τις υποστηρικτικές δομές είναι η μεταβίβαση της ευθύνης υποστήριξης της σχολικής κοινότητας από τα πολλά μονοπρόσωπα όργανα και θεσμούς που δρουν παράλληλα, σε μια διεπιστημονική ομάδα που με συλλογικό τρόπο θα συμβάλλει στην κάλυψη των πραγματικών εκπαιδευτικών αναγκών των σχολείων.
Παρέμβαση Γ (Επιμόρφωση και διοίκηση)
Έχει γίνει συνήθεια στην κάθε θητεία τους οι υπουργοί να κάνουν αλλαγές με στόχο, που ορισμένες φορές αποτελεί πρόφαση, να βελτιώσουν την εκπαίδευση ή να αντιμετωπίσουν προβλήματα που έχει δημιουργήσει το διοικητικό μοντέλο της "οργανωμένης αναρχίας", το οποίο έχει ριζώσει για τα καλά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η έλλειψη στρατηγικής στην οποία θα μπορούσαν εντάσσονται οι εκάστοτε αλλαγές κάνει τις όποιες αλλαγές επιχειρούνται πρόσκαιρες , αποσπασματικές, ασύνδετες και ουσιαστικά μη αποδεκτές από τους ενδιαφερόμενους, αφού τις περισσότερες φορές έχουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Ορισμένα παραδείγματα που δείχνουν την παραπάνω λογική:
1. Η επιμόρφωση αποτελεί γενικά ένα νεωτερικό θεσμό – όχημα που στο εκπαιδευτικό πεδίο στοχεύει στην προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού προσωπικού. Μετά τη μεταπολίτευση κατέστη ένας από τους κυριότερους μηχανισμούς υποστήριξης αλλαγών που η εκπαιδευτική πολιτική εφάρμοζε προκειμένου να στηριχθεί αποτελεσματικά ο εκσυγχρονισμός και ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η “εργαλειακή” αντίληψη για την επιμόρφωση, καθώς αναφέρεται κατεξοχήν στο έργο του εκπαιδευτικού, προσλαμβάνει στις μέρες μας ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι εκπαιδευτικοί και τα εκπαιδευτικά συστήματα θεωρούνται θεμελιώδεις παράγοντες κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης και διαχρονικά πραγματώθηκε σ’ ένα εκπαιδευτικό δυναμικό με στέρεη κατά τεκμήριο ειδική επιστημονική γνώση σε γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στη Γενική Εκπαίδευση αλλά με ελλιπή τη βασική ή αρχική παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση.
Γι’ αυτό η επιμόρφωση μεταλλάχθηκε κατά την τελευταία τριακονταετία σε εκτελεστικό βραχίονα γείωσης των εκπαιδευτικών στη σχολική πραγματικότητα και λειτουργία αλλά και προνομιακό πεδίο άσκησης της υπουργικής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης που περνά η χώρα, οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να συνειδητοποιούν από τη μια πλευρά την απεμπόληση ευθύνης της επιμορφωτικής δραστηριότητας από το κράτος που συνεπάγεται η υιοθέτηση πολιτικών "αποθεσμοποίησης" του σχολείου και από την άλλη να απαιτούνται όλο και περισσότερα "πιστοποιητικά αξιοσύνης", το κόστος των οποίων πρέπει αναλάβουν οι ίδιοι. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πλέον οι ίδιοι αδυνατούν να υιοθετήσουν πρακτικές επιμόρφωσης με ιδιωτικό κόστος εξαιτίας των σημαντικών μειώσεων στους μισθούς τους.
Έτσι προκύπτει η αδήριτη ανάγκη της δημιουργίας του θεσμού της "εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών" με την ευθύνη του κράτους.
2. Οι όποιες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο από την πλευρά της πολιτείας για να επιτύχουν θα πρέπει:
α) να μην υποτιμώνται αυτοί που τίθενται απέναντι στις αλλαγές,
β) να μην προωθούνται γρήγορα χωρίς ενημέρωση και διαπραγμάτευση
γ) να μην υποεκτιμώνται οι απαιτούμενες αλλαγές των διοικητικών αρχών,
δ) να γίνεται σωστή εκτίμηση των πραγματικών ικανοτήτων των εκπαιδευτικών καθώς και των επαγγελματικών τους ικανοτήτων.
Παρέμβαση 4 (Επιμόρφωση και Σχολικοί Σύμβουλοι)
Μια διάσταση του σχεδίου φαίνεται να αποτελεί η οργάνωση της επιμόρφωσης και αυτό είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως αυτό σε καμιά περίπτωση δεν προϋποθέτει την κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων και δεν χρειάζεται να θυσιασθεί ένα στελεχιακό δυναμικό υψηλής στάθμης γι’αυτό το σκοπό.
Προοδευτικά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια υποχώρηση των επιστημονικών προσόντων και ανάδειξη της εμπειρικής διάστασης για την κατάληψη θέσης στελέχους. Όμως οι λύσεις στα σύνθετα προβλήματα της σύγχρονης σχολικής πραγματικότητας δεν μπορούν μα αντιμετωπιστούν στη βάση της εμπειρίας, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν μεταβιβάζεται, αλλά στη βάση της γεφύρωσης της γνώσης που παράγεται στα Πανεπιστήμια με τις τρέχουσες πρακτικές των Εκπαιδευτικών από στελέχη υψηλής εξειδίκευσης.
Δυο ζητήματα ακόμα.
Στον πυρήνα της πρότασης του ΥΠ.Π.Ε.Θ. βρίσκεται ή άρση του αναφερόμενου «προσωποκεντρικού χαρακτήρα» και της «αυτοαναφορικότητας» με υπονοούμενη αρνητική διάσταση και κατεύθυνση προς τους Σχολικούς Συμβούλους, αφού είναι οι μόνες κρίσεις στελεχών που εκκρεμούν. Μια τέτοια κατεύθυνση όμως είναι περιορισμένης εγκυρότητας αφού δεν έχει αναφορά σε όλα τα στελέχη της Εκπαίδευσης.
Ένα δεύτερο πρόβλημα του σχεδίου είναι πως η επιλεκτική αξιολόγηση μόνο των στελεχών στην Εκπαίδευση είτε θα δημιουργήσει αποκλεισμούς από την κατάληψη θέσεων όσων δεν έχουν αξιολογηθεί, είτε θα δημιουργήσει στελέχη δύο ταχυτήτων.
Το σχέδιο του ΥΠ.Π.Ε.Θ. χρειάζεται επεξεργασία σε βάθος χρόνου προκειμένου να επιλυθούν σημαντικά ζητήματα, στη βάση ενός ειλικρινούς διαλόγου.
Παρέμβαση 5 (Επιμόρφωση και εκπαιδευτικές αλλαγές)
α. Στην εποχή της επαγγελματικής ανάπτυξης που βασίζεται στο σχολείο, των κοινοτήτων μάθησης, των δικτύων κ.τ.λ. η επαγγελματική ανάπτυξη δεν μπαίνει εύκολα σε πλαίσια εγκυκλίων και νόμων.
β. Υπάρχει διάχυτη απογοήτευση στα σχολεία από διάψευση ευρύτερων ελπίδων αλλά και από το έλλειμμα σοβαρής , επεξεργασμένης επιμορφωτικής πολιτικής τουλάχιστον την τελευταία πενταετία, που να ανταποκρίνεται στις επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών.
γ. Υπάρχει ένα κείμενο 17 σελίδων που δύσκολα γίνεται κατανοητό ως προς το αν και πώς θα λειτουργήσουν όσα αναφέρει, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα με μια Ημερίδα στο Υπουργείο Παιδείας χωρίς συζήτηση!
δ. Από το 2010 γίνονταν συζητήσεις για τους πολλούς επιμορφωτικούς φορείς (ΠΕΚ, ΚΠΕ, ΚΣΕ κτλ.) στους οποίους δεν υπήρχε επαρκής συντονισμός, που είχε ως αποτέλεσμα τη σπατάλη πόρων. Πώς όμως να αλλάξει αυτό; Η μέχρι τώρα εμπειρία των συγχωνεύσεων εποπτευόμενων φορέων του Υπουργείου Παιδείας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Οι αλλαγές στους συχνά αργοκίνητους, γραφειοκρατικούς και δυσλειτουργικούς μηχανισμούς του θα πρέπει λοιπόν να γίνονται με μεγάλη προσοχή.
ζ. Δεν υπάρχει πάντα συμφωνία σε ορισμένα θέματα της επιμόρφωσης με τους Σχολικούς Συμβούλους. Δεν υπάρχει πάντα συμφωνία με το θεσμικό πλαίσιο των ΠΕΚ. Μάλιστα στον ΟΕΠΕΚ, λίγο πριν συγχωνευτεί, υπήρξαν μακρόχρονες προσπάθειες αναμόρφωσης των ΠΕΚ. Δεν ισχύει όμως μόνο το “πονάει χέρι κόβει χέρι.”
ε. Οι υπάρχουσες υποστηρικτικές δομές έχουν μια ιστορία δεκαετιών με καλά και κακά στοιχεία. Πώς θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε; Με διαφάνεια και όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, επώδυνο και κουραστικό, θα πρέπει να επιδιωχτούν συγκλίσεις, για να υπάρξει βιωσιμότητα στη συνέχεια.
στ. Η εκπαιδευτική αλλαγή που λύνει προβλήματα και δεν δημιουργεί περισσότερα δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς καλά συντονισμένες και εστιασμένες ομάδες ειδικών και εμπειρογνωμόνων, ατόμων που να μπορούν να επεξεργαστούν και να συνθέσουν σταδιακά κάτι νέο στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, στην υπάρχουσα κουλτούρα της εκπαιδευτικής και σχολικής κοινότητας, στην υπάρχουσα δύσκολη μνημονιακή συγκυρία.
ζ. Οι σχεδιασμοί γραφείων που υλοποιούνται ξαφνικά με εγκυκλίους εκφυλίζονται πολύ γρήγορα και μεγαλώνουν τη δυσπιστία της εκπαιδευτικής κοινότητας. Είναι “ηλίου φαεινότερο” ότι η συμβολή της εκπαιδευτικής κοινότητας και των στελεχών της είναι εκ των ων ουκ άνευ.
η. Ακούγεται π.χ. ότι παράλληλα με τις νέες υποστηρικτικές δομές συζητιέται κάποιο μεγάλο πρόγραμμα επιμόρφωσης. Γιατί αυτό γίνεται εν κρυπτώ; Ποιοι γνωρίζουν τόσο καλά τις ανάγκες για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών; Ποιοι είναι αυτοί, οι τόσο ειδήμονες, οι τόσο έμπειροι στην επιμόρφωση; Γιατί φοβούνται τη διαφάνεια, τον διάλογο, τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία;
θ. Στη χώρα μας υπάρχουν χαρισματικά άτομα σε κάθε τομέα χωρίς συχνά κομματικό χρώμα. Η εκπαίδευση θα ήταν πολύ καλύτερη αν πρωταγωνιστούσαν αυτοί και όχι, όπως συμβαίνει συχνά, οι λογής-λογής «ημέτεροι». Οι εναλλακτικές, ενδεχομένως, θα πρέπει να αναζητηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πατήστε εδώ για να δείτε το πρόγραμμα της ημερίδας
Οι Συντονιστές της Ημερίδας
Γ.Μπαγάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Γ.Μπαραλός, Αν/της Διευθυντής ΠΕΚ Πειραιά
Στην Ημερίδα μίλησαν στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, της Σχολικής εκπαίδευσης, Πανεπιστημιακοί (δες στη συνέχεια το πρόγραμμα και το πλαίσιο της Ημερίδας) και χαιρέτισαν οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης Αττικής (κ. Χαράλαμπος Λόντος) και Στερεάς Ελλάδας (κ. Χρήστος Δημητρίου), οι Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά, ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής (Π.Ε.Σ.Ε.Α) και ο Διευθυντής του Π.Ε.Κ Δυτικής Ελλάδας.
Η Ημερίδα χαρακτηρίστηκε από έντονη αγωνία και προβληματισμό ως προς τον σχεδιασμό, τη λειτουργικότητα, την αποτελεσματικότητά και τη βιωσιμότητα των νέων δομών στην εκπαίδευση, παρόλο που κοινός τόπος ήταν ότι απαιτούνται θεσμικές αλλαγές στις υποστηρικτικές δομές της εκπαίδευσης.
Συζητήθηκαν επίσης ζητήματα διοίκησης και επαγγελματικής ανάπτυξης που προκύπτουν από τους νέους σχεδιασμούς, ενώ επισημάνθηκε η αναγκαιότητα τις διαφάνειας και της ουσιαστικής συζήτησης με τους ενδιαφερομένους φορείς.
Ειδικότερα, στις δύο συνεδρίες και στο στρογγυλό τραπέζι αναφέρθηκαν τα ακόλουθα.
1η ΣΥΝΕΔΡΙΑ:
Για τα νέα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ) τα Κέντρα Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΕΑ) που αφορούν στα Κέντρα Διαφοροποίησης Διάγνωσης, Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ) στα Περιβαλλοντικά κ.ά. αναπτύχθηκε πλούσια συζήτηση.
Αναφορικά με τους υπευθύνους περιβαλλοντικής εκπαίδευσης επισημάνθηκαν από τους εισηγητές τα εξής:
Η εν μέρει ή εν όλω αναδιάρθρωση ή αντικατάσταση του υπάρχοντος πλαισίου (Υπεύθυνοι-ΚΠΕ) δεν προκύπτει ως αναγκαία, καθώς δε λαμβάνει υπόψη της την πρόσφατη αξιολόγηση των ΚΠΕ, ούτε έχει γίνει καμία κριτική αποτίμηση και εντοπισμός των ενδεχόμενων αδυναμιών της ισχύουσας δομής των Σχολικών Δραστηριοτήτων.
Τα ΚΕΑ, όπως περιγράφονται στο σχέδιο, αποτελούν μια συρρικνωμένη εκδοχή των ΚΠΕ, που εγκλωβίζεται στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Από ένα αποκεντρωμένο ανοικτό μοντέλο εκπαίδευσης με βιωματικές και καινοτόμες προσεγγίσεις μεταβάλλεται σε ένα σύστημα συγκεντρωτικό, στο οποίο ενσωματώνονται οι αρμοδιότητες των ΚΠΕ, των Υπευθύνων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Αγωγής Υγείας, Πολιτιστικών Θεμάτων, Σχολικών Δραστηριοτήτων και των δύο εκπαιδευτικών βαθμίδων. Η παιδαγωγική τους ομάδα υποστελεχώνεται με ταυτόχρονη όμως αύξηση των καθηκόντων τους.
Για τους παραπάνω λόγους προτείνεται:
-Να υπάρξει μία μεταβατική/δοκιμαστική περίοδος με τριετή διάρκεια.
-Τα υπάρχοντα ΚΠΕ να μετεξελιχτούν σε ΚΕΑ που θα υποστηρίζουν το έργο της Αειφορίας, κατά κύριο λόγο στη Διεύθυνσή τους αλλά θα συνεχίσουν να επιτελούν το έργο τους σε εμβέλεια μεγαλύτερη από εκείνη της Διεύθυνσης στην οποία ανήκουν, ως αποκεντρωμένες δομές
-Να ιδρυθούν Γραφεία Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΓΕΑ), σε οργανική σύνδεση με το KEA, που θα λειτουργούν στην έδρα κάθε Διεύθυνσης Εκπαίδευσης.
Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ, στο δημοσιευμένο σχέδιο του ΥΠΠΕΘ, πρόκειται κυριολεκτικά να αφομοιωθούν στη νέα δομή ΚΕΣΥ «το οποίο θα παρέχει υποστήριξη στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής». Πρόκειται για μία νέα δομή η οποία θα έχει αρμοδιότητες που πλέον θα αφορούν στην κοινότητα και δεν θα είναι επικεντρωμένη στις ανάγκες και στην υποστήριξη του μαθητή. Στο τεράστιο ρεπερτόριο των αναφερόμενων αρμοδιοτήτων (ανέφικτες να υλοποιηθούν) αναφέρεται και η αξιολόγηση και η διαπίστωση ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών και η συνεκτίμηση με τη σχολική κοινότητα (;) για ζητήματα εγγραφής και φοίτησης των μαθητών. Είναι προφανές, σύμφωνα με το σχέδιο, ότι οι μαθητές δεν έχουν ανάγκη άμεσης υποστήριξης αλλά ο εκπαιδευτικός και ότι η μεγάλη ανάγκη για αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εκτιμάται ως ίδιου ή καλύτερα μικρότερου βαθμού από την ανάγκη της σχολικής κοινότητας. Η υποστήριξη όμως των εκπαιδευτικών με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο δεν συνεπάγεται ποιοτική υποστήριξη μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όταν στάσεις και πεποιθήσεις της σχολικής κοινότητας παραμένουν ανέγγιχτες.
Η αφομοίωση των ΚΕΔΔΥ δημιουργεί επίσης κάποια ακόμη ερωτηματικά:
-Τι θα γίνουν οι χιλιάδες αιτήσεις αξιολόγησης μαθητών που αναμένουν στα ΚΕΔΔΥ όλης της χώρας, αν δεν εξυπηρετηθούν με την υφιστάμενη διαδικασία, σε ποιους φορείς θα κατευθυνθούν και με ποιο κόστος για τους γονείς;
-Αν εξυπηρετηθούν, πώς θα υλοποιηθεί ο τεράστιος όγκος αρμοδιοτήτων των ΚΕΣΥ από το Σεπτέμβριο του 2018,
-Ποιος είναι ο διαθέσιμος χρόνος για να αντικατασταθεί η πολυνομία που αφορά τα ΚΕΔΔΥ και τη σχέση τους με την εκπαίδευση;
Η μετουσίωση των ΚΕΔΔΥ σε μια δομή για την αντιμετώπιση του συνόλου των προβλημάτων της σχολικής κοινότητας σε καμία περίπτωση δεν είναι θετικόνβήμα για την λειτουργική ένταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκεςνή αναπηρία στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Σε σχέση με την αειφορία στη σχολική μονάδα επισημάνθηκε ότι:
Υπάρχουν αντιφάσεις, όπως πχ. η επιδίωξη της αυτονομίας του σχολείου με την ταυτόχρονη «καθοδήγησή του» και τον σφιχτό εναγκαλισμό του από την αυξανόμενη γραφειοκρατία.
Μπορεί να υπάρχουν καλές προθέσεις για την αναβαθμισμένη λειτουργία του συλλόγου διδασκόντων, αλλά, αν δεν προβλέπεται ρητά στον νόμο η τακτική συνάντηση/συνεδρίαση του συλλόγου διδασκόντων, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε προγραμματισμός, ούτε σχεδιασμός, ούτε αποτίμηση.
Προτείνεται να διατηρηθούν τα ΚΠΕ (με οποιοδήποτε όνομα) ως δομές παροχής υπαίθριας μάθησης και να διατηρηθεί ο θεσμός του Υπευθύνου Σχολικών Δραστηριοτήτων στο ΚΕΣΥ, ως Σύμβουλος Εκπαίδευσης για την Αειφορία.
Πρέπει να καταργηθεί η διαφορετική μεταχείριση των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Προτάσεις:
1. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση/Εκπαίδευση για την Αειφορία πρέπει να αποτελέσει μέρος των ωρολογίων προγραμμάτων όλων των σχολείων, με
την μορφή του Αειφόρου Σχολείου.
2. Σε κάθε ΚΕΣΥ θα πρέπει να οριστεί τουλάχιστον ένας Σύμβουλος Εκπαίδευσης για την Αειφορία με αρμοδιότητα την υποστήριξη των εκπαιδευτικών που υλοποιούν αντίστοιχα σχέδια δράσης-προγράμματα στα σχολεία.
3. Να αναγνωρίζεται και να επιβραβεύεται η προσπάθεια των σχολείων για στροφή προς την αειφορία με κατάλληλους τρόπους.
2η ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Για το θεσμό των Σχολικών Συμβούλων αναπτύχθηκε ιδιαίτερα εκτεταμένος διάλογος και ενδεικτικά αναφέρθηκε από τους εισηγητές ότι:
Το βασικό διακύβευμα του σύγχρονου σχολείου, όπως εκφράζεται σε όλα τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, επικεντρώνεται στην αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης μέσα από τη δημιουργική και ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών σε όλες τις μαθησιακές διαδικασίες αλλά και στον κοινωνικό ρόλο του σχολείου. Σε αυτή την κατεύθυνση η συμβολή των σχολικών συμβούλων μπορεί να αποβεί καθοριστική, αν τους δοθεί το κατάλληλο πλαίσιο λειτουργίας.
Η προσπάθεια θα έπρεπε να εστιαστεί στην κατανόηση των στόχων και των αναγκών του εκπαιδευτικού συστήματος, εφαρμόζοντας τις βασικές αρχές της Οργάνωσης (κατάλληλο οργανωτικό πρότυπο, καταμερισμό εργασίας και τμηματοποίηση, βαθμό αποκέντρωσης, εύρος εποπτείας), και όχι στη συστηματική απαξίωση θεσμών όπως του σχολικού συμβούλου (τα μονοπρόσωπα όργανα είναι αυτοαναφορικά, οι σχολικοί σύμβουλοι δεν δουλεύουν, κλπ)
Ερωτήματα δημιουργεί στην αυτοαναφορικότητα των μονοπρόσωπων οργάνων μόνο προς τους Σχολικούς Συμβούλους και όχι σε άλλα στελέχη όπως οι Διευθυντές Διευθύνσεων και οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης.
Στο προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο για Νέες Δομές στην Εκπαίδευση ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου πρέπει να ενδυναμωθεί, να ενισχυθεί και να προσδιοριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβάλει στη δημιουργία κουλτούρας ποιότητας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και μιας νέας κουλτούρας οργάνωσης, σχέσεων και συνεργασίας στο Σχολείο, η οποία στηρίζεται στις δημοκρατικές αρχές για τη λήψη αποφάσεων αλλά και στη δέσμευση ότι αυτές θα υλοποιηθούν,
Οι ιδιαίτερες ανάγκες της Τεχνικο-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στον τομέα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και τα προβλήματα των ειδικών γνωστικών αντικειμένων της Τεχνικής Εκπαίδευσης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μια πολυπρόσωπη διεπιστημονική ομάδα στα ΠΕΚΕΣ ή τα ΚΕΣΥ που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο.
Στο σχέδιο εμπλέκεται η Πρωτοβάθμια με την Δευτεροβάθμια που από τη φύση τους έχουν διακριτούς ρόλους στην καθοδήγηση και αγνοείται το υποστηρικτικό έργο των ΚΕΠΛΗΝΕΤ για το ψηφιακό σχολείο.
Τονίστηκε ότι Σχολικοί Σύμβουλοι εργάζονται με ελλιπέστατη υλικοτεχνική υποστήριξη, χωρίς επαρκείς οικονομικούς πόρους για μετακινήσεις από και προς τα Σχολεία και χωρίς θεσμική επιστημονική βοήθεια.
Είναι τα μόνα Στελέχη που χρησιμοποιούν για τις αναγκαίες μετακινήσεις από και προς τις Σχολικές μονάδες το επίδομα θέσης και παρόλα αυτά είναι και τα μόνα στελέχη στην Εκπαίδευση των οποίων το επίδομα θέσης περικόπηκε το 2015. και είναι πλέον μικρότερο και από το επίδομα Διευθυντών Σχολικών Μονάδων (Ν.4354/26-12-2015/άρθρο 16/βε).
Οι πρόσφατες εσπευσμένες το Σεπτέμβριο επιμορφώσεις για τις δημιουργικές εργασίες για όλους τους Εκπαιδευτικούς των ΓΕΛ στην επικράτεια δεν θα γίνονταν αν οι Σχολικοί Σύμβουλοι δεν πλήρωναν ακόμα και από την τσέπη τους για τις αναγκαίες μετακινήσεις και διαμονή σε ολόκληρη την επικράτεια.
Επισημάνθηκε επίσης ότι καμιά αξιολόγηση του θεσμού δεν έγινε και πουθενά στο σχέδιο δεν αναφέρεται ούτε ένα λόγος που θα δικαιολογούσε την κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων και την αντικατάστασή τους από τους ονομαζόμενους στο σχέδιο Περιφερειακούς Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου και Επιμόρφωσης (ΠΣΕΕΕ). Στην καλύτερη περίπτωση τα ΠΕΚΕΣ είναι μια τεχνικού χαρακτήρα ρύθμιση η οποία δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση το τέλος του θεσμού.
Η κατάργηση των Σχολικών Συμβούλων με πεδίο δράσης τις Διευθύνσεις και τις Σχολικές Μονάδες και η αντικατάστασή τους από τους ΠΣΕΕΕ με έδρα τις Περιφέρειες και σε απόσταση από τις Σχολικές Μονάδες θα δημιουργήσει προβλήματα επικοινωνίας και υποστήριξης για πλήθος καθημερινών προβλημάτων που ούτε περιγράφεται, ούτε υπάρχει η σχετική γνώση για διαχείρισής τους από τις νέες δομές ΚΕΣΥ και ΚΕΑ.
Μεταξύ των προβλημάτων του σχεδίου για την Παιδαγωγική και Επιστημονική Καθοδήγηση που αναφέρθηκαν ήταν :
• Η ομογενοποίηση των ΠΣΕΕΕ (π. Σχολικών Συμβούλων) Α ́θμιας και Β ́θμιας,
• Η κατάργηση των Διοικήσεων των Π.Ε.Κ. και των προϊστάμενων Σχολικών Συμβούλων Επιστημονικής και Παιδαγωγικής καθοδήγησης.
• Η απομάκρυνση των ΠΣΕΕΕ από τις Σχολικές Μονάδες, ο περιορισμός της επιστημονικής καθοδήγησης στις ειδικότητες και τα διαφοροποιημένα καθήκοντα των ΠΣΕΕΕ.
• Ο μη προσδιορισμός της σύνθεσης και του πλήθους των ΠΕΚΕΣ, καθώς και των κριτηρίων επιλογής και του αριθμού των ΠΣΕΕΕ.
• Ο μη προσδιορισμός της ιεραρχικής αντιστοίχισης ΠΕΚΕΣ-ΔΝΣΕΩΝ ΕΚΠ/ΣΗΣ και επομένως ΠΣΕΕΕ-Δ/ντη Εκπ/σης
• Ο φραγμός των δύο θητειών και της επιλεκτικής αξιολόγησης.
Παρά την διαχρονική εγκατάλειψη του θεσμού από την Πολιτεία, τη βαριά σκιά της αξιολόγησης, καθώς και τις συνεχείς παρατάσεις της θητείας τους από τον Αύγουστο του 2015 μέχρι και σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των Σχολικών Συμβούλων στάθηκε όρθια και με αξιοπρέπεια απέναντι σε πρακτικές φθοράς.
ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Στο στρογγυλό τραπέζι τέθηκαν τα ζητήματα της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών, της άσκησης της διοίκησης, των κινδύνων και της βιωσιμότητας των νέων δομών.
Συνοψίζουμε τις 5 διαφορετικές παρεμβάσεις:
Παρέμβαση Α (Πολιτιστικά)
Ποτέ δεν αποτιμήθηκε ο θεσμός των σχολικών δραστηριοτήτων, παρότι κατατίθενται λεπτομερείς ετήσιοι απολογισμοί;
Στα θετικά της πρότασης είναι η παιδαγωγική αυτονομία και η υποβολή σχεδίου δράσης από το σχολείο. Όπως μας δείχνει η ιστορία της εκπαίδευσης, οι μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνουν όταν προέρχονται από τη βάση και τους δίνεται χρόνος δοκιμής και μετάβασης. Αναγκαία επομένως η δοκιμαστική περίοδος με μικρό αριθμό σχολείων και με διαρκή υποστήριξή τους, καθώς και η ελευθερία στη διαμόρφωση και επιλογή θέματος σχεδίου δράσης με τη συμμετοχή των μαθητών. Χωρίς την πρόβλεψη επαρκούς χρόνου για τις συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων είναι ρύθμιση κενή περιεχομένου.
Αντί η θεματολογική διεύρυνση με την μετατροπή των ΚΠΕ σε ΚΕΑ να οδηγήσει σε διευρυμένες επιστημονικά ομάδες, με τη συμμετοχή ποικίλων ειδικοτήτων, προτείνεται η συρρίκνωση. Με το ένα μέλος υποχρεωτικά εκπαιδευτικό πληροφορικής, η διεπιστημονική σύνθεση είναι περιορισμένης δυνατότητας και η εκπροσώπηση των βαθμίδων στην Παιδαγωγική Ομάδα δεν είναι ανάλογη με τον
Η υπαγωγή των ΚΕΑ διοικητικά στο ΚΕΣΥ, παιδαγωγικά στο ΠΕΚΕΣ δημιουργεί ένα γραφειοκρατικό οικοδόμημα: αν για κάθε δράση χρειάζεται η έγκριση δυο διαφορετικών φορέων επιφορτισμένων με πολλά άλλα θέματα, οι καθυστερήσεις και οι ακυρώσεις του προγραμματισμού μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες.
Η συγχώνευση των Υπευθύνων Σχολικών Δραστηριοτήτων με τα ΚΠΕ σε ΚΕΑ, με αντίστοιχη μείωση του συνολικού αριθμού των υπηρετούντων εκπαιδευτικών σε αυτά, και η επιφόρτισή τους με ευρύ φάσμα καθηκόντων καθιστά τη δομή συγκεντρωτική, το έργο της διεκπεραιωτικό και γραφειοκρατικό και την ανταπόκριση στα αιτήματα επιλεκτική (και μη δημοκρατική), κυρίως στα αστικά κέντρα όπου και το μεγαλύτερο πλήθος μαθητών και εκπαιδευτικών.
Παρέμβαση Β (Πρόταση ΥΠΠΕΘ)
Είναι γεγονός ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει υποστεί δραματικές αλλαγές την τελευταία εικοσαετία, με κύρια κατεύθυνση τις νεοφιλελεύθερες επιλογές που μεταφράζονται σε ένα σχολείο εξόχως ανταγωνιστικό –εξετασιοκεντρικό και σε μια διοίκηση σε ρόλο μάνατζερ που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Η ανάγκη για αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα σε άλλη κατεύθυνση, που θα ενδυναμώνει το βασικό ρόλο του σχολείου τόσο στο γνωστικό επίπεδο όσο και στο παιδαγωγικό, είναι ο βασικός στόχος της σημερινής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Σημαντική διάσταση σε μια νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα πρέπει να έχουν οι δομές υποστήριξης της Σχολικής Μονάδας.
Η πρόταση του ΥΠΠΕΘ βασίζεται στις αρχές:
• αποκέντρωσης και αύξησης του βαθμού συμμετοχής των μελών της
σχολικής κοινότητας στη λήψη αποφάσεων,
• ενίσχυσης των χαρακτηριστικών ενός δημοκρατικού, συνεργατικού και
ενδυναμωμένου σχολείου με ενισχυμένο τον κοινωνικό του ρόλο,
• ανάπτυξης κλίματος παιδαγωγικής ελευθερίας,
• κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου της ατομικής αξιολόγησης εκπαιδευτικών και της κατηγοριοποίηση των σχολείων που τόσο
ταλαιπώρησαν την εκπαιδευτική κοινότητα.
Στο κέντρο της πρότασης βρίσκεται η σχολική μονάδα και οι ανάγκες της μέσα από μια ολιστική προσέγγιση για την υποστήριξη της λειτουργίας της. Με βάση τις ανάγκες αυτές θα σχεδιάζεται η επιμόρφωση και η στήριξη των ψυχοκοινωνικών και παιδαγωγικών αναγκών των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Βασικό στοιχείο της πρότασης για τις υποστηρικτικές δομές είναι η μεταβίβαση της ευθύνης υποστήριξης της σχολικής κοινότητας από τα πολλά μονοπρόσωπα όργανα και θεσμούς που δρουν παράλληλα, σε μια διεπιστημονική ομάδα που με συλλογικό τρόπο θα συμβάλλει στην κάλυψη των πραγματικών εκπαιδευτικών αναγκών των σχολείων.
Παρέμβαση Γ (Επιμόρφωση και διοίκηση)
Έχει γίνει συνήθεια στην κάθε θητεία τους οι υπουργοί να κάνουν αλλαγές με στόχο, που ορισμένες φορές αποτελεί πρόφαση, να βελτιώσουν την εκπαίδευση ή να αντιμετωπίσουν προβλήματα που έχει δημιουργήσει το διοικητικό μοντέλο της "οργανωμένης αναρχίας", το οποίο έχει ριζώσει για τα καλά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η έλλειψη στρατηγικής στην οποία θα μπορούσαν εντάσσονται οι εκάστοτε αλλαγές κάνει τις όποιες αλλαγές επιχειρούνται πρόσκαιρες , αποσπασματικές, ασύνδετες και ουσιαστικά μη αποδεκτές από τους ενδιαφερόμενους, αφού τις περισσότερες φορές έχουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Ορισμένα παραδείγματα που δείχνουν την παραπάνω λογική:
1. Η επιμόρφωση αποτελεί γενικά ένα νεωτερικό θεσμό – όχημα που στο εκπαιδευτικό πεδίο στοχεύει στην προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού προσωπικού. Μετά τη μεταπολίτευση κατέστη ένας από τους κυριότερους μηχανισμούς υποστήριξης αλλαγών που η εκπαιδευτική πολιτική εφάρμοζε προκειμένου να στηριχθεί αποτελεσματικά ο εκσυγχρονισμός και ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η “εργαλειακή” αντίληψη για την επιμόρφωση, καθώς αναφέρεται κατεξοχήν στο έργο του εκπαιδευτικού, προσλαμβάνει στις μέρες μας ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι εκπαιδευτικοί και τα εκπαιδευτικά συστήματα θεωρούνται θεμελιώδεις παράγοντες κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης και διαχρονικά πραγματώθηκε σ’ ένα εκπαιδευτικό δυναμικό με στέρεη κατά τεκμήριο ειδική επιστημονική γνώση σε γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στη Γενική Εκπαίδευση αλλά με ελλιπή τη βασική ή αρχική παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση.
Γι’ αυτό η επιμόρφωση μεταλλάχθηκε κατά την τελευταία τριακονταετία σε εκτελεστικό βραχίονα γείωσης των εκπαιδευτικών στη σχολική πραγματικότητα και λειτουργία αλλά και προνομιακό πεδίο άσκησης της υπουργικής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης που περνά η χώρα, οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να συνειδητοποιούν από τη μια πλευρά την απεμπόληση ευθύνης της επιμορφωτικής δραστηριότητας από το κράτος που συνεπάγεται η υιοθέτηση πολιτικών "αποθεσμοποίησης" του σχολείου και από την άλλη να απαιτούνται όλο και περισσότερα "πιστοποιητικά αξιοσύνης", το κόστος των οποίων πρέπει αναλάβουν οι ίδιοι. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πλέον οι ίδιοι αδυνατούν να υιοθετήσουν πρακτικές επιμόρφωσης με ιδιωτικό κόστος εξαιτίας των σημαντικών μειώσεων στους μισθούς τους.
Έτσι προκύπτει η αδήριτη ανάγκη της δημιουργίας του θεσμού της "εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών" με την ευθύνη του κράτους.
2. Οι όποιες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο από την πλευρά της πολιτείας για να επιτύχουν θα πρέπει:
α) να μην υποτιμώνται αυτοί που τίθενται απέναντι στις αλλαγές,
β) να μην προωθούνται γρήγορα χωρίς ενημέρωση και διαπραγμάτευση
γ) να μην υποεκτιμώνται οι απαιτούμενες αλλαγές των διοικητικών αρχών,
δ) να γίνεται σωστή εκτίμηση των πραγματικών ικανοτήτων των εκπαιδευτικών καθώς και των επαγγελματικών τους ικανοτήτων.
Παρέμβαση 4 (Επιμόρφωση και Σχολικοί Σύμβουλοι)
Μια διάσταση του σχεδίου φαίνεται να αποτελεί η οργάνωση της επιμόρφωσης και αυτό είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως αυτό σε καμιά περίπτωση δεν προϋποθέτει την κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων και δεν χρειάζεται να θυσιασθεί ένα στελεχιακό δυναμικό υψηλής στάθμης γι’αυτό το σκοπό.
Προοδευτικά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια υποχώρηση των επιστημονικών προσόντων και ανάδειξη της εμπειρικής διάστασης για την κατάληψη θέσης στελέχους. Όμως οι λύσεις στα σύνθετα προβλήματα της σύγχρονης σχολικής πραγματικότητας δεν μπορούν μα αντιμετωπιστούν στη βάση της εμπειρίας, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν μεταβιβάζεται, αλλά στη βάση της γεφύρωσης της γνώσης που παράγεται στα Πανεπιστήμια με τις τρέχουσες πρακτικές των Εκπαιδευτικών από στελέχη υψηλής εξειδίκευσης.
Δυο ζητήματα ακόμα.
Στον πυρήνα της πρότασης του ΥΠ.Π.Ε.Θ. βρίσκεται ή άρση του αναφερόμενου «προσωποκεντρικού χαρακτήρα» και της «αυτοαναφορικότητας» με υπονοούμενη αρνητική διάσταση και κατεύθυνση προς τους Σχολικούς Συμβούλους, αφού είναι οι μόνες κρίσεις στελεχών που εκκρεμούν. Μια τέτοια κατεύθυνση όμως είναι περιορισμένης εγκυρότητας αφού δεν έχει αναφορά σε όλα τα στελέχη της Εκπαίδευσης.
Ένα δεύτερο πρόβλημα του σχεδίου είναι πως η επιλεκτική αξιολόγηση μόνο των στελεχών στην Εκπαίδευση είτε θα δημιουργήσει αποκλεισμούς από την κατάληψη θέσεων όσων δεν έχουν αξιολογηθεί, είτε θα δημιουργήσει στελέχη δύο ταχυτήτων.
Το σχέδιο του ΥΠ.Π.Ε.Θ. χρειάζεται επεξεργασία σε βάθος χρόνου προκειμένου να επιλυθούν σημαντικά ζητήματα, στη βάση ενός ειλικρινούς διαλόγου.
Παρέμβαση 5 (Επιμόρφωση και εκπαιδευτικές αλλαγές)
α. Στην εποχή της επαγγελματικής ανάπτυξης που βασίζεται στο σχολείο, των κοινοτήτων μάθησης, των δικτύων κ.τ.λ. η επαγγελματική ανάπτυξη δεν μπαίνει εύκολα σε πλαίσια εγκυκλίων και νόμων.
β. Υπάρχει διάχυτη απογοήτευση στα σχολεία από διάψευση ευρύτερων ελπίδων αλλά και από το έλλειμμα σοβαρής , επεξεργασμένης επιμορφωτικής πολιτικής τουλάχιστον την τελευταία πενταετία, που να ανταποκρίνεται στις επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών.
γ. Υπάρχει ένα κείμενο 17 σελίδων που δύσκολα γίνεται κατανοητό ως προς το αν και πώς θα λειτουργήσουν όσα αναφέρει, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα με μια Ημερίδα στο Υπουργείο Παιδείας χωρίς συζήτηση!
δ. Από το 2010 γίνονταν συζητήσεις για τους πολλούς επιμορφωτικούς φορείς (ΠΕΚ, ΚΠΕ, ΚΣΕ κτλ.) στους οποίους δεν υπήρχε επαρκής συντονισμός, που είχε ως αποτέλεσμα τη σπατάλη πόρων. Πώς όμως να αλλάξει αυτό; Η μέχρι τώρα εμπειρία των συγχωνεύσεων εποπτευόμενων φορέων του Υπουργείου Παιδείας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Οι αλλαγές στους συχνά αργοκίνητους, γραφειοκρατικούς και δυσλειτουργικούς μηχανισμούς του θα πρέπει λοιπόν να γίνονται με μεγάλη προσοχή.
ζ. Δεν υπάρχει πάντα συμφωνία σε ορισμένα θέματα της επιμόρφωσης με τους Σχολικούς Συμβούλους. Δεν υπάρχει πάντα συμφωνία με το θεσμικό πλαίσιο των ΠΕΚ. Μάλιστα στον ΟΕΠΕΚ, λίγο πριν συγχωνευτεί, υπήρξαν μακρόχρονες προσπάθειες αναμόρφωσης των ΠΕΚ. Δεν ισχύει όμως μόνο το “πονάει χέρι κόβει χέρι.”
ε. Οι υπάρχουσες υποστηρικτικές δομές έχουν μια ιστορία δεκαετιών με καλά και κακά στοιχεία. Πώς θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε; Με διαφάνεια και όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, επώδυνο και κουραστικό, θα πρέπει να επιδιωχτούν συγκλίσεις, για να υπάρξει βιωσιμότητα στη συνέχεια.
στ. Η εκπαιδευτική αλλαγή που λύνει προβλήματα και δεν δημιουργεί περισσότερα δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς καλά συντονισμένες και εστιασμένες ομάδες ειδικών και εμπειρογνωμόνων, ατόμων που να μπορούν να επεξεργαστούν και να συνθέσουν σταδιακά κάτι νέο στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, στην υπάρχουσα κουλτούρα της εκπαιδευτικής και σχολικής κοινότητας, στην υπάρχουσα δύσκολη μνημονιακή συγκυρία.
ζ. Οι σχεδιασμοί γραφείων που υλοποιούνται ξαφνικά με εγκυκλίους εκφυλίζονται πολύ γρήγορα και μεγαλώνουν τη δυσπιστία της εκπαιδευτικής κοινότητας. Είναι “ηλίου φαεινότερο” ότι η συμβολή της εκπαιδευτικής κοινότητας και των στελεχών της είναι εκ των ων ουκ άνευ.
η. Ακούγεται π.χ. ότι παράλληλα με τις νέες υποστηρικτικές δομές συζητιέται κάποιο μεγάλο πρόγραμμα επιμόρφωσης. Γιατί αυτό γίνεται εν κρυπτώ; Ποιοι γνωρίζουν τόσο καλά τις ανάγκες για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών; Ποιοι είναι αυτοί, οι τόσο ειδήμονες, οι τόσο έμπειροι στην επιμόρφωση; Γιατί φοβούνται τη διαφάνεια, τον διάλογο, τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία;
θ. Στη χώρα μας υπάρχουν χαρισματικά άτομα σε κάθε τομέα χωρίς συχνά κομματικό χρώμα. Η εκπαίδευση θα ήταν πολύ καλύτερη αν πρωταγωνιστούσαν αυτοί και όχι, όπως συμβαίνει συχνά, οι λογής-λογής «ημέτεροι». Οι εναλλακτικές, ενδεχομένως, θα πρέπει να αναζητηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πατήστε εδώ για να δείτε το πρόγραμμα της ημερίδας
Οι Συντονιστές της Ημερίδας
Γ.Μπαγάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Γ.Μπαραλός, Αν/της Διευθυντής ΠΕΚ Πειραιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου