Νόμιμη η επιβολή υποχρεωτικής χρήσης μη ιατρικής μάσκας στα σχολεία
Με την απόφαση 2153/2022 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν 28 φυσικά πρόσωπα, κατά της Δ1α/ΓΠ.οικ.55339/8-9-2020 κοινής υπουργικής αποφάσεως, με την οποία είχε θεσπισθεί ως μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 η υποχρεωτική χρήση μάσκας στα σχολεία από τους μαθητές. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκαν τα εξής:
1. Δεν συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 του π.δ. 18/1989, λόγω εκδόσεως, μετά από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την επ’ ακροατηρίω συζήτηση αυτής, νεώτερων κ.υ.α. Και τούτο, διότι η υποχρέωση των μαθητών να χρησιμοποιούν μη ιατρική μάσκα, επαναλαμβάνεται κατά βάσιν στις κ.υ.α. οι οποίες ακολούθησαν την έκδοση της ρητώς προσβαλλόμενης και η υποχρέωση αυτή ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο συζητήσεως της ένδικης αιτήσεως ακυρώσεως. Επομένως, προς διασφάλιση της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, οι κοινές αυτές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες (ανεξαρτήτως του ότι η ισχύς τη ρητώς προσβαλλόμενης είχε λήξει κατά τον χρόνο συζητήσεως) κατ’ ουσίαν παρατάθηκε η ισχύς των επίδικων ρυθμίσεων, που είχαν επιβληθεί με την ρητώς προσβαλλόμενη κ.υ.α., θεωρήθηκαν ως συμπροσβαλλόμενες, χωρίς να συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 ή ανάγκη τηρήσεως της διαγραφομένης στην παρ. 3 του εν λόγω άρθρου διαδικασίας. Τέλος δε, είναι αδιάφορο από την άποψη της παραδεκτής ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως ότι η δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία αναστελλόταν για σύντομες περιόδους (συνήθως εβδομαδιαίας διάρκειας), τέτοια δε απόφαση ίσχυε και κατά τον χρόνο συζητήσεως, προεχόντως διότι οι αμφισβητούμενες ρυθμίσεις, ανεξαρτήτως της μερικής ή πλήρους πρόσκαιρης αναστολής της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ίσχυαν πάντως, μέχρι 31-3-2021, δηλ. σε χρόνο μεταγενέστερο της δικασίμου.
2. Όπως έχει κριθεί σε παρεμφερείς περιπτώσεις, το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους, εξ άλλου, παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του. Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως της ασθένειας και κατ’ επέκταση, την μείωση της πιέσεως των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετωπίσεώς της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρεώσεως του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μεταδόσεως, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν τα κρατούντα σχετικώς έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα, β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, γ) παρέχεται δυνατότητα εξατομικευμένης εξαιρέσεως και δ) τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας. Η ένταση και η διάρκεια των περιοριστικών μέτρων πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση, εφ’ όσον, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Εξ άλλου, κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά την λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από την διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για την διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, η μέριμνα για την διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους.
3. Από το άρθρο 16 του Συντάγματος συνάγεται ότι η υποχρέωση του Κράτους να παρέχει εκπαίδευση στους πολίτες αποτελεί βασική αποστολή αυτού, αντιστοίχως δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του, η οποία αποβλέπει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών και εν τέλει στη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών. Στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς του το Κράτος έχει ευχέρεια κατά τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται τα συμφέροντα του παιδιού, ιδίως στους τομείς της ασφάλειας και της υγείας. Συνεπώς, σε περίπτωση έκτακτων συνθηκών που προκαλεί η εμφάνιση πανδημίας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα υγειονομικής ή εν γένει οργανωτικής φύσεως μέτρα ώστε, προσαρμοζομένης στο αναγκαίο μέτρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και η υγεία των εκπαιδευομένων να διαφυλαχθεί και το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση να εξασφαλιστεί.
4. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 11 και 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 8 της ΕΣΔΑ και 1, 2, 5 και 26 της Συμβάσεως του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική προκύπτει ότι η αρχή του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία διέπει το δίκαιο, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του ανθρώπου και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ειδικότερη έκφανση της ως άνω αρχής αποτελεί, στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας, η παροχή συναινέσεως του ασθενούς πριν από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου. Ωστόσο, το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναινέσεως δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
5. Για την αποτροπή της εξαπλώσεως του νέου κορωνοϊού covid-19 στην Χώρα, ήτοι για την προστασία της δημόσιας υγείας, που συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος θαλπόμενο από το Σύνταγμα, με την από 25-2-2020 π.ν.π. προβλέφθηκε η δυνατότητα λήψεως με υπουργικές αποφάσεις διαφόρων μέτρων, ανάλογα με την εξέλιξη της επιδημιολογικής καταστάσεως, όπως η προσωρινή απαγόρευση λειτουργίας σχολικών μονάδων. Μετά την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων ο κανονιστικός νομοθέτης αρχικώς θέσπισε ως μέτρο καθ’ όσον αφορά την εκπαίδευση την απαγόρευση λειτουργίας ορισμένων σχολικών μονάδων και, εν τέλει, την απαγόρευση λειτουργίας των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών, νηπιαγωγείων, σχολικών μονάδων, ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κέντρων ξένων γλωσσών, φροντιστηρίων και πάσης φύσεως εκπαιδευτικών δομών, φορέων και ιδρυμάτων, δημοσίων και ιδιωτικών, κάθε τύπου και βαθμού της Χώρας για το χρονικό διάστημα από 11-3-2020 έως και 24-3-2020, το οποίο παρατάθηκε με διαδοχικές πράξεις έως τις 31-5-2020, προβλέφθηκε δε η επαναλειτουργία των σχολείων με σειρά μέτρων. Περαιτέρω, σταδιακώς άρχισε να καθιερώνεται ευρύτερα και η υποχρεωτική χρήση μη ιατρικής μάσκας, αρχικώς μεν εντός των κλειστών χώρων, εν συνεχεία, όμως, και βάσει της εξελίξεως της επιδημίας στην Χώρα, το μέτρο αυτό επεκτάθηκε και στους εξωτερικούς χώρους. Στο πλαίσιο αυτό και εν όψει της ενάρξεως του σχολικού έτους 2020-2021, με σκοπό να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή εναρμόνιση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος στην εκπαίδευση και της προστασίας της δημόσιας υγείας, εξεδόθη η ρητώς προσβαλλόμενη κ.υ.α. Με αυτήν επιχειρήθηκε η ομαλή και όσο το δυνατόν ασφαλής λειτουργία των σχολείων με την καθημερινή παρουσία όλων των παιδιών, τόσο προς το συμφέρον τους, προκειμένου να συνεχίσουν την δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία χωρίς να κινδυνεύσει η υγεία τους, όσο και προς προστασία των λοιπών μελών της κοινωνίας, όπως είναι τα μέλη της οικογενειών των παιδιών, που μπορεί να περιλαμβάνουν άτομα ηλικιωμένα ή με υποκείμενα νοσήματα και, άρα, ευάλωτα, καθώς και οι τρίτοι, μη μέλη της οικογένειας. Για την θέσπιση δε της υποχρεωτικής χρήσεως μάσκας και των λοιπών μέτρων που προβλέπονται στην προσβαλλόμενη κ.υ.α. ελήφθησαν υπ’ όψιν οι γνωμοδοτήσεις επιστημονικής Επιτροπής, οι οποίες στηρίζονται στα διεθνή επιστημονικά δεδομένα για τον SARS-CoV-2 και την λοίμωξη που προκαλεί. Σύμφωνα με τις εν λόγω γνωμοδοτήσεις, η μάσκα είναι απολύτως ασφαλής και εξαιρετικώς πολύτιμο εργαλείο για την προστασία των παιδιών, συνιστάται δε η χρήση προστατευτικής μάσκας από παιδιά άνω των 4 ετών μετά από εξοικείωσή τους με τον τρόπο χρήσεώς της και με έμφαση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εξ άλλου, στις ανωτέρω εισηγήσεις αναφέρεται ότι η χρήση της μάσκας προτείνεται και από τον Π.Ο.Υ. και την UNICEF ως μέρος ενός συνόλου μέτρων δημόσιας υγείας. Ως εκ τούτου, η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα του επίδικου μέτρου (σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, όπως τήρηση αποστάσεων, καλός αερισμός των αιθουσών κ.λπ.) για την λειτουργία των σχολικών μονάδων κατά το σχολικό έτος 2020-2021 κρίθηκε επί τη βάσει των διεθνών επιστημονικών παραδοχών, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση των επιδημιολογικών δεδομένων που επικρατούσαν κατά τον χρόνο λήψεως του επίδικου μέτρου για την λοίμωξη covid-19. Εξ άλλου, με τις προσβαλλόμενες κ.υ.α. προβλέφθηκαν εξαιρέσεις από την υποχρεωτική χρήση της μη ιατρικής μάσκας στο σχολείο.
6. Με τα ανωτέρω δεδομένα, η υποχρέωση χρήσεως μάσκας εκ μέρους των μαθητών δεν παραβιάζει προδήλως την αρχή της αναλογικότητας. Αντιθέτως, το επίμαχο μέτρο θεσπίσθηκε, από κοινού με άλλα, προς προστασία της δημόσιας υγείας - στην οποία περιλαμβάνεται και η υγεία τόσο των παιδιών, όσο και όσων έρχονται σε επαφή μαζί τους - προκειμένου οι μαθητές να μην στερηθούν την δια ζώσης επί καθημερινής βάσεως εκπαίδευση. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι υπάρχει πραγματική αντένδειξη για την χρήση μάσκας εκ μέρους των παιδιών. Δεν καθίσταται δε το επίδικο μέτρο προδήλως δυσανάλογο, επειδή, όπως αβασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη δεν προβλέπει την δυνατότητα επιλογής των μαθητών να παρακολουθήσουν εξ αποστάσεως τα μαθήματα (τηλεκπαίδευση) σε περίπτωση που δεν επιθυμούν να συμμορφωθούν προς την υποχρεωτική χρήση μάσκας, διότι, κατά την κρίση του νομοθέτη, προέχει η κοινή για τους μαθητές δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία και η τηλεκπαίδευση αποτελεί την έσχατη λύση που επιλέγεται (και πράγματι επελέγη) όταν τούτο επιβάλλεται από την επιδημιολογική κατάσταση. Επιπλέον με την συμπροσβαλλόμενη Δ1α/Γ.Π.οικ. 69543/31-10-2020 κ.υ.α. προβλέφθηκε το λεγόμενο «διάλειμμα μάσκας». Επομένως, τυχόν αμφισβήτηση της ορθότητας του εν λόγω μέτρου, που στηρίζεται σε έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, είναι απαράδεκτη. Οι αιτούντες επικαλούνται διάφορα στοιχεία για να υποστηρίξουν την άποψη ότι ο αριθμός των νοσήσεων και των θανάτων δεν συνάδει με την ύπαρξη θανατηφόρας επιδημίας, καθώς και ότι δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι από τον κορωνοϊό ανηλίκων μέχρι 17 ετών, και ότι, επομένως, το μέτρο της υποχρεωτικής χρήσεως μάσκας δεν δικαιολογείται από τα υπάρχοντα στοιχεία και δεν εξυπηρετεί λόγο δημοσίου συμφέροντος. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε διότι τα στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση δεν μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται υγειονομική κρίση η οποία επιβάλλει την λήψη μέτρων προς αντιμετώπισή της και, πάντως, η αξιολόγηση των επιδημιολογικών στοιχείων εκ μέρους των αρμοδίων υγειονομικών οργάνων και της διοικήσεως, εφ’ όσον δεν παρίσταται αυθαίρετη, εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου. Απορρίφθηκε, επίσης, ο λόγος περί παραβιάσεως του δικαιώματος ιατρικού αυτοπροσδιορισμού και των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και της κυρωθείσας δια νόμου συμβάσεως του Οβιέδο και της Ε.Σ.Δ.Α., διότι, ανεξαρτήτως αν η υποχρέωση χρήσεως μη ιατρικής μάσκας συνιστά ιατρική πράξη, πάντως, αυτή επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, συντρέχουν δε και οι όροι του άρθρου 26 της Διεθνούς Συμβάσεως του Οβιέδο.
7. Απορρίφθηκαν επίσης ειδικότεροι λόγοι ακυρώσεως, όπως αυτοί που αφορούσαν α) την παράβαση της ισότητας μεταξύ των μαθητών και των εκπαιδευομένων στα Κέντρα Επαγγελματική Κατάρτισης, β) την προστασία των προσωπικών δεδομένων, γ) το άρθρο 14 του Συντάγματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου