Της Δρ Σοφίας Κανταράκη,  Διευθύντριας 2ου Προτύπου Γυμνασίου Βόλου Email: skantaraki@uth.gr

Το τελευταίο διάστημα αναρωτιόμαστε όλοι και αναζητούμε τους λόγους της έξαρσης της παραβατικότητας και της βίας των μαθητών/τριών στη χώρα μας. Οι ειδησεογραφικές αναφορές πληθαίνουν και ο Τύπος βρίθει περιστατικών καθημερινά πλέον. Άραγε το φαινόμενο αυτό είναι τωρινό; Μάλλον όχι. Αν και η φιλελεύθερη παιδαγωγική παράδοση στην Ευρώπη τον 19ο αι. νοηματοδοτεί θετικά τη νεότητα, ως κοινωνική και ιστορική κατηγορία, καθώς και τα πρωτοποριακά κινήματά της (Νέα Αγωγή, γνωστή και ως «σχολείο εργασίας»), αποδίδοντάς της σχεδόν θαυματουργικές ιδιότητες, ωστόσο η εκδήλωση ή όχι μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς ενός ανήλικου, ενός μαθητή εν προκειμένω, μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν της εφαρμογής αξιακών κωδίκων και ηθικών αρχών του ίδιου και της εποχής του. Οι ερμηνείες της μαθητικής παραβατικότητας καταδεικνύουν και το είδος των χαρακτηριστικών που η ίδια η κοινωνία τους προσδίδει, ενώ η συμπεριφορά του μαθητικού πληθυσμού στο σύνολό της φαίνεται σαφώς να απορρέει από την επιρροή της υφιστάμενης κοινωνικής δομής και του ισχύοντος αξιακού συστήματος. 

Από το δεύτερο μισό του 19ου αι. ο Τύπος, και εξωελλαδικά, παρουσιάζει συχνά πολιτικές αναλύσεις της εγκληματικότητας. Δημοσιεύοντας περιστατικά στυγνών εγκλημάτων μαθητών, θεωρεί καθήκον του να εξετάζει και να ερευνά την οδυνηρή κατάσταση της κοινωνίας, την οποία λυμαίνεται η εξαχρείωση και το έγκλημα.. Ως κύριο υπαίτιο και ένοχο της «αναπαραγωγής» των εγκληματιών πάσης φύσης, κατηγορίας και ηλικίας θεωρεί την ίδια την κοινωνία και πιο συγκεκριμένα την κακή της οργάνωση σε όλα τα επίπεδα, εφόσον ουσιαστικά αδυνατεί να χορηγήσει τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωση. Χρέος της αποτελεί η εκρίζωση του κακού, η ηθική αγωγή των παιδιών και η εκπαίδευση  

Ο χώρος της μαθητικής παραβατικής «δραστηριότητας» σε αυτήν την εποχή (19ος αι.) φαίνεται σχετικά αδιερεύνητος, και λόγω του σκεπτικισμού και των επιφυλάξεων απέναντι στην αξία των στατιστικών καταγραφών της εποχής αλλά και της «άδηλης παραβατικότητας-εγκληματικότητας», καθώς πολλά στοιχεία δεν έχουν καν καταγραφεί, οπότε η απεικονιστική συμβολή του Τύπου για το θέμα, ως ανιχνευτικός δείκτης κρίνεται σημαντική.     

Ο νέος μετατρέπεται ουσιαστικά σε αιχμάλωτος του περιβάλλοντός του. Μαθητές και φοιτητές παρασύρονται, διαφθείρονται και παρεκτρέπονται εύκολα, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν το καλό από το κακό. Η πιθανότητα για την εκδήλωση αποκλίνουσας συμπεριφοράς (παραβατικής) εμφανίζει μια τέτοια κατανομή, ώστε να δημιουργείται η υποψία ότι η παραβατικότητα αυτή σχετίζεται στενά με την κοινωνική και πολιτισμική δομή της κοινωνίας . Οι κοινωνικές μεταβλητές σε συνδυασμό με την ατομική προδιάθεση της νεανικής παρορμητικότητας, τη σχεδόν ανύπαρκτη αγωγή από τους γονείς αλλά και τους ασθενείς αμυντικούς μηχανισμούς, καθίστανται ως κύριοι παράγοντες μιας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς ή ενός ηθικού ολισθήματος. 

Στο πλαίσιο αυτό οι συνθήκες ζωής και διαβίωσης των ανήλικων μαθητών εξαρτώνται από την οικογένεια σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο αλλά και από τη θεσμικά υπαγορευμένη υποχρεωτική εκπαίδευση, ειδικά των αρρένων. Τα αρνητικά οικογενειακά περιβάλλοντα (φυτώριο εγκληματικότητας χαρακτηρίζεται συχνά το οικογενειακό περιβάλλον) αλλά και τα κοινωνικά πρότυπα, η πειθαναγκαστική χειραγώγηση του σχολείου και η τιμωρητική-αυταρχική συμπεριφορά αρκετών δασκάλων φαίνεται να λειτουργούν ρυθμιστικά στη διαμόρφωση και εκδήλωση της αντίστοιχης συμπεριφοράς των μαθητών. Σε παιδαγωγικά κείμενα της εποχής το παιδί ως «παιδευόμενον πρόσωπον» χαρακτηρίζεται ως επιρρεπές σε εξωτερικές επιδράσεις και παρομοιάζεται ως πηλός, αλλά περιέργως εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται και ως μικρογραφία του ενήλικα . Ζει και δρα σ’ έναν κόσμο ανάμικτο από παίζουσα φαντασία με κάποιες λιγοστές ενδείξεις σοβαρότητας. 

Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρούμε ότι οι επικρατέστεροι και σπουδαιότεροι παράγοντες της εγκληματικότητας των ανηλίκων στα τέλη του 19ου αιώνα είναι οι κοινωνικοί, σε συνδυασμό με την επικρατούσα οικονομική δυσπραγία . Η ηθική ευθύνη της ελληνικής κοινωνίας αποτυπώνεται στα φαινόμενα των κλοπών, των ληστειών και της επαιτείας, κοινωνικές πληγές, οι οποίες προκαλούσαν επιπλέον συναισθήματα φόβου και αναταραχής. Σύμφωνα με πιο εξειδικευμένες θεωρίες αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια υποκουλτούρα της νεανικής παραβατικότητας από «μειονεκτούντες» ανήλικους μαθητές, οι οποίοι δημιουργούν ή εντάσσονται σε ομάδες αναλόγου χαρακτήρα. Σε γενικές γραμμές το ευαίσθητο θέμα της παραβατικότητας των ανηλίκων αποτελεί μια συμπεριφορά, η εκδήλωση της οποίας αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων, γι’ αυτό η θεωρητική συζήτηση σχετικά με αυτό δεν έχει ακόμη λήξει. Παρόλα αυτά οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και οι απαρχές του 20ού συνιστούν ένα διευρυμένο πεδίο ανάλυσης της νεανικής παραβατικότητας και των παραμέτρων της. 

Ο Τύπος, αφουγκραζόμενος τις δυσλειτουργίες της κοινωνίας, θα δημοσιεύσει αρκετές μελέτες παιδαγωγών που επιχειρούσαν να τις διασαφηνίσουν, καθώς το φαινόμενο της εγκληματικότητας φαίνεται να λαμβάνει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις. Οι παραβάσεις των μαθητών γυμνασίων ή σύμφωνα με την εποχή οι «κακουργηματικές» τους πράξεις, αφορούν σε λεηλασίες, εμπρησμούς και καταστροφές σχολείων, απειλές, βιαιοπραγίες, τραμπουκισμούς, συμπλοκές, χαρτοπαιξία και χασισοποτεία και τέλος δολοφονίες.

Παρακάτω θα αναφέρουμε κάποια ενδεικτικά ενδιαφέροντα δημοσιεύματα της εποχής. 

Η εφημερίδα Εστία με πηχυαίους τίτλους σε πρωτοσέλιδο προειδοποιεί: «Μαζέψτε τα παιδιά σας! Αι Αθήναι διεφθαρμέναι. Παιδία-θηρία. Σωφρονιστήρια και όχι σχολεία», (Εστία, 10.11.1898, αρ. φ. 254).: «η εγκληματούσα νεολαία μόνον δια σκοπίμου αγωγής και ουχί δια της τυχούσης τιμωρίας δύναται να προφυλαχθή από μεγαλυτέρων κακουργημάτων…Επάναγκες τοις νέοις εγκληματίαις είνε ουχί τόσον η ποινή όσον η αγωγή». (Ακρόπολις, 16.1.1897, αρ. φ. 5334).

Από τη μια μεριά επικρίνονται οι γονείς και από την άλλη οι δάσκαλοι και η κοινωνία: 

«Ο μαθητής είναι αμελής είτε εκ φύσεως μη τείνων προς τα γράμματα, είτε διότι είναι νωθρός και βαρύνεται το σχολείον, είτε διότι ανατρέφεται κακώς υπό των γονέων, είτε διότι διδάσκεται ακαταλλήλως υπό των διδασκάλων, είτε διότι παρασύρεται υπό αμελών αγυιοπαίδων ή συμμαθητών του» (Καιροί, 4.1.1892, αρ. φ. 1093).

Η Ακρόπολις διαθέτει πλούσιο δημοσιογραφικό υλικό το οποίο αποτυπώνει με κάθε λεπτομέρεια την επιθετικότητα των μαθητών: 

«…ενώπιον του ενταύθα πλημμελειοδικείου κατηγορούντο δύο μαθηταί της Α΄ τάξεως ότι, επειδή ο γυμνασιάρχης τους απέβαλε, ένεκα απουσιών και οπλοφορίας, ένοπλοι κάτωθεν του γυμνασίου παρεξετράπησαν εις φωνάς, απειλάς και αποδοκιμασίας κατά του γυμνασιάρχου» (Ακρόπολις, 6.3.1887, αρ. φ 1723).
   
Η εκπαίδευση θα θεωρηθεί εξίσου υπεύθυνη και θα της αποδοθούν ευθύνες για την κατάσταση των νέων. Πρωτοσέλιδο της εφ. Καιροί με τίτλο «Δημοτικά σχολεία» μέμφεται την κυβερνητική πολιτική και στηλιτεύει τη φθίνουσα πορεία της δημοτικής εκπαίδευσης, γράφοντας: «τα τέκνα των ελευθέρων και δήθεν πεπολιτισμένων Ελλήνων μένουσι όλως απαίδευτα, διαφθειρόμενα εν τη αμαθεία, αυξάνουσι τον αριθμό των εγκληματιών και καθιστώσι επίφοβον την προς την κακουργίαν οσημέραι αναπτυσσόμενην ροπήν».   (Καιροί, 23.1.1889, αρ. φ. 9).

Στο ίδιο κλίμα και ο συντάκτης της εφ. Εφημερίς γράφει: 

«Γυμνασιάρχαι και καθηγηταί ηπειλήθησαν, εξήχθησαν κάμαι και πιστόλια, εθραύσθησαν ύελοι παραθύρων, εξεσχίσθησαν κατάλογοι, εσυκοφαντήθησαν καθηγηταί δι’ αισχράς πράξεις[…]. Εις εκ των μαθητών του εν Κορίνθω Γυμνασίου, διότι και εκεί έλαβον χώρα ταραχαί, εκάλεσεν τον Γυμνασιάρχην κ. Καραπαναγιώτη…εις μονομαχίαν» (Εφημερίς, 16.7.1889, αρ. φ. 197).

Το 1890 παρατηρείται στον Τύπο μια πύκνωση των δημοσιευμάτων αναφορικά με την αυξανόμενη εγκληματικότητα των νέων και δη των μαθητών. Τα «εγκλήματα» γίνονται πρωτοσέλιδο και οι συντάκτες προβάλλουν συστηματικά τη διασύνδεση της μαθητικής παραβατικότητας με την περιρρέουσα εγκληματική ατμόσφαιρα στην κοινωνία: 

«Τραμπουκισμός, παλληκαρισμός και εγκλήματα. Οι εγκληματίαι, τα θύματα ταύτα των παλληκαρικών ηθών…χρησιμεύουσι δε και ως κακά παραδείγματα μιμήσεως των λοιπών πολιτών, ιδίως της τρυφεράς ηλικίας, περιβάλλοντες την όλη κοινωνία δι’ εγκληματικής ατμόσφαιρας, ης το δηλητήριον αναπνέουσι πάσης τάξεως πολίται, από των μαθητών και ανηλίκων παιδιών μέχρι εργατικών και τίμιων ανθρώπων».  (Εφημερίς, 11.1.1890, αρ. φ. 8).  

Απευθυνόμενος στη συλλογική συνείδηση, ο δημοσιογραφικός λόγος της εποχής εμφανίζεται να κατατάσσει συλλήβδην τη μαθητιώσα νεολαία στη λίστα των εγκληματιών:      

«Η μαθητιώσα νεολαία: Όλοι δε οι μαθηταί των Γυμνασίων οπλοφορούσι και οι πλείστοι δε και των φοιτητών.[…] Δεν είναι ρητορικόν σχήμα η ανάμειξις των μαθητών εις τον κατάλογον των εγκληματιών. Και έχομεν εν ελαχίστω χρονικώ διαστήματι: Μαθητήν λωποδύτην. Μαθητήν ανθρωποκτόνον. Μαθητήν αντεροβγάλτην. Μαθητήν δολοφόνον» (Εφημερίς, 7.1.1890, αρ. φ. 7).

Περί ξυλοδαρμού των καθηγητών από τους μαθητές αλλά και τους συγγενείς τους θα γράψει η εφ. Καιροί, περιγράφοντας πως «οι μαθηταί (του εν Πύργω Γυμνασίου) εισελθόντες εις την αίθουσαν του Γυμνασίου επετέθησαν κατά των καθηγητών αγρίως και τους έδειραν ανηλεώς. Οι ατυχείς καθηγηταί ευρεθέντες προ τοιαύτης απροσδοκήτου επιθέσεως, κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν να σωθώσι  και ημύνθησαν εφόσον ηδυνήθησαν…πάντες οι καθηγηταί και ο Γυμνασιάρχης εκακοποιήθησαν. Λίαν πιθανόν ότι οι δράστες επετέθησαν κρατούντες περίστροφα και μαχαίρας» (Καιροί, 15.11.1890, αρ. φ. 676).  Η συνέχεια αυτών των επεισοδίων πήρε άλλη τροπή, αφού «απόψε συγγενείς των στασιαστών επετέθησαν ενόπλως κατά των καθηγητών. Ανάγκη συντελεστικών μέτρων υπέρ απειλουμένης ζωής των καθηγητών». 

Τα ρεπορτάζ των συντακτών για μαθητές που «εγκληματούν» συνεχίζονται με αυξητικούς ρυθμούς σε όλες τις εφημερίδες. Δεν διστάζουν μάλιστα να καυτηριάσουν συνεχώς, όπως προαναφέραμε, τον ρόλο της εκπαίδευσης, της οποίας  η συμβολή μάλλον αμφισβητείται: 

«Ο εγκληματικός κόσμος της Ελλάδος»: «Και δια να λείψη και μια μεγάλη illusion, ότι τα γράμματα ηθικοποιούν τον άνθρωπον και μάλιστα τον εν τοις γυμνασίοις και τοις λυκείοις διδασκόμενον εν Ελλάδι, σημειούμεν ενταύθα ότι επί 420 αποπειρών και φόνων και αναιρέσεων, τας 9 εξετέλεσαν μαθηταί Γυμνασίων και 1 φοιτητής Πανεπιστημίου[…] (Εφημερίς, 7.1.1890, αρ. φ. 7).

Την ίδια ημερομηνία η Ακρόπολις αποτυπώνει τα μαθητικά επεισόδια με άκρως ωμό και παράλληλα σκωπτικό ύφος: «Ο μαθητής Παναγιώτης Π[…]. έβγαλε το χαντζάρι του και εξεκοίλιασε τον μαθητή Χαρ. Λ[…]. Λοιπόν και εις τα σχολεία οπλοφορούν, και εις τα σχολεία μαλώνουν και εις τα σχολεία ξεκοιλιάζονται». (Ακρόπολις 7.1.1890, αρ. φ 2752).

Το μοτίβο των μαθητικών αποπειρών δολοφονίας επαναλαμβάνεται και στην επαρχία: «Μαθηταί φονείς: Αποτρόπαιον έγκλημα ηγγέλθη εκ Τριπόλεως. Τρεις μαθητές του εκεί Γυμνασίου…επετέθησαν δι’εγχειριδίων κατά του συμμαθητή αυτών Σταμ. Σ[…] το οποίον κινδυνωδέστερα ετραυμάτισαν, ως συστηματικοί κακούργοι, κάτωθιν του δεξιού μαστού» (Ακρόπολις 17.4.1890, αρ. φ. 2848).

Δολοφονικές ενέργειες μαθητών βλέπουν ολοένα το φως της δημοσιότητας. Το έτος 1890 ένα ακόμη έγκλημα συνταράζει την κοινωνία των Τρικάλων: 

«Ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος, όπερ θ’ αφηγηθώμεν, είνε μαθητής του γυμνασίου και ηλικίας-φοβερόν ειπείν- 14 ετών! Χθες την μεσημβρίαν ευρέθη εν τω δωματίω του νεκρός ο Ν. Ι[…], 17ετής περίπου την ηλικίαν μαθητής και ούτος του γυμνασίου σύνοικος δε του φονέως. Το πτώμα έφερε πληγάς κατενεχθείσας δια μαχαίρας, το έδαφος δε του δωματίου ήτο πλήρες αίματος» (Εφημερίς, 5.1.1890, αρ. φ. 5).

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας αναφέρεται, όμως, και άλλο περιστατικό μαθητικής δολοφονίας, αυτή τη φορά σε Λύκειο της Αθήνας:  

«Αιματηρή συμπλοκή εν τω λύκειω του κ. Παπαγεωργίου. Φρίττομεν! Χθές περί την εσπέραν αιματηρά συμπλοκή εγένετο εν τω Λυκείω του κ. Αθ. Παπαγεωργίου μεταξύ μαθητών. Δυο εξ αυτών εκ των φοιτώντων εις τας ανωτέρας τάξεις του Λυκείου μόλις 17ετείς την ηλικίαν, ερίσαντες δι’ ασήμαντον αιτίαν ήλθον εις χείρας. Η συμπλοκή διήρκησεν επί εν τέταρτον, αποτέλεσμα δε ταύτης υπήρξεν ο τραυματισμός του ενός δια μαχαίρας εις την κοιλίαν επικινδύνως. Το λύκειον εγένετο ανάστατον, ο δράστης δε απεπειράθη να δραπετεύση αλλά συνελήφθη. Ο παθών διατρέχει τον έσχατον κίνδυνον φέρων διαμπερές τραύμα εις την κοιλίαν. Όπου αποδεικνύεται ότι οι μαθηταί των λυκείων φέρουσι μαχαίρας και σύρουσιν αυτάς κατ’ αλλήλων. Αγρία, οικτρά κατάστασις, πρωτοφανής και απελπιστική» (Εφημερίς, 6.1.1890, αρ. φ. 6).

Απόπειρες δολοφονίας και εκβιασμοί εμφανίζονται συνηθέστερα στον ειδησεογραφικό κατάλογο της μαθητικής παραβατικότητας προκαλώντας αναταραχή αλλά και φόβο στην κοινή γνώμη: «Ο μαθητής Κ. Τ[…].  επυροβόλησε κατά του μαθητή Α[…] αλλ’ άνευ επιτυχίας. Εν μέση δε αγορά ολίγον μετά ταύτα ο μαθητής Σταμ. κυριολεκτικώς έθραυσε την κεφαλήν του μαθητού της Δ΄ τάξεως Ζ[…]…» (Καιροί, 12.5.1891, αρ. φ. 851). Σε διάστημα λίγων ημερών καταγράφουμε στην ίδια εφημερίδα  δυο περιγραφές δολοφονικών επιθέσεων από μαθητές: «Ο σχολάρχης μετά της εφορευτικής επιτροπείας απέβαλον επί 15 ημέρας του σχολαρχείου τον μαθητήν Ιω. Σ. Κ[…]. προς σωφρονισμόν. Ούτος όμως αντί σωφρονισμού εγένετο κακούργος. Ωπλίσθη δια περιστρόφου και προσελθών εις το σχολαρχείον  απεπειράθη να φονεύση τον σχολάρχην» (Καιροί, 14.2.1891, αρ. φ 775).

Οι περιγραφές των εφημερίδων προκαλούν τρόμο για την κατάσταση που επικρατεί, καθώς αναφέρονται σε μια αυξανόμενη μαθητική τρομοκρατία. Δημοσίευμα στο Νέον Άστυ με τίτλο Οι μαθηταί που δέρνουν”, σχολιάζει πως 
«οι μαθηταί δέρνουν μαθητάς, δέρνουν βουλευτάς, δέρνουν όποιον εύρον εμπρός των. Το πράγμα απλώνεται ως λαδιά στον χάρτη της Ελλάδoς και τον καταλαμβάνει ολόκληρον και τον γεμίζει με στίγμα.[…] Μαθητική τρομοκρατία είνε φοβερωτέρα από κάθε άλλην τρομοκρατία και αν υπάρχει κάτι τι που πρέπει να χτυπηθεί κατακέφαλα είναι αυτή η άθλια εξέγερσις των μαθητών μικρών και μαθητών μεγάλων, ονειρευομένων παντού αδικίας (Νέον Άστυ, 24.6.1906, αρ. φ. 1635).

Το έντονο ενδιαφέρον του Τύπου για την παραβατικότητα των μαθητών τέλη 19ου αιώνα και αρχές 20ού, καταδεικνύει τις διαστάσεις και την έκταση που είχαν λάβει τα περιστατικά, συνυφασμένα μάλιστα με το γενικό κλίμα της κοινωνίας που τα υπέθαλπε με την ανοχή της και τα συντηρούσε. Η παραβατικότητα των μαθητών εμπίπτει φανερά στη σφαίρα των κοινωνικών αιτίων. Αυτό αποτελεί άλλωστε μια γενική επισήμανση στα περισσότερα δημοσιεύματα. Οι ανύπαρκτες κοινωνικές άμυνες, η έλλειψη υποδομών και υπηρεσιών προστασίας των ανηλίκων από την Πολιτεία, αλλά κυρίως οι ελλείψεις στον χώρο της εκπαίδευσης σε συνάφεια με την αυστηρότητα των δασκάλων, φαίνεται να συντηρούν τη ροπή των μαθητών προς μια αποκλίνουσα συμπεριφορά. 

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αναφορές και οι αναπαραστάσεις των περιστατικών στον Τύπο συνοδεύονται αρκετές φορές από δηκτικά σχόλια των συντακτών για την ανυπαρξία παιδαγωγικών μέτρων αλλά κυρίως από την επίρριψη ευθυνών στο σχολείο, το οποίο, όπως αναφέρουν, οφείλει να φροντίζει για την πνευματική προκοπή και να διαπλάθει καλούς χαρακτήρες. Επισημαίνουν συχνά ότι τα σχολεία δεν ανταποκρίνονται στον στόχο τους με αποτέλεσμα να απωθούν τους μαθητές από τη μάθηση, επιδεινώνοντας την κατάσταση.  

Αναμφισβήτητα το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται και διαμορφώνεται η ελληνική κοινωνία αυτή την εποχή, φαίνεται να συμπαρασύρει το ευάλωτο, ίσως και ανυπεράσπιστο από τις κακοήθειες, κομμάτι της μαθητιώσας νεολαίας, αφού το εκπαιδευτικό περιβάλλον κάθε άλλο παρά υποστηρικτικό είναι.