Στὶς ἡρωικὲς γυναῖκες της Πίνδου…
Τῆς Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη
Εἶχε φασόλια μαυρομάτικα, τὰ μούσκεψε,
ἔριξε ξύλα στὸ τζάκι, μπᾶς καὶ σβήσει, γιόμισε καπνοὺς τὸ σπίτι, δὲν
καλοτράβαγε τὸ τζάκι, ἄτσαλά το ‘χὲ χτίσει ὁ μακαρίτης. Ἀπ’
τὸ στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τὸν οὐρανό, μπλαβιασμένος ὁ οὐρανός,
χιονίζει μερόνυχτα, μὰ δὲ λέει νὰ ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στὸ
παλιὸ καὶ ὁ λυσσασμένος παγωμένος ἀγέρας, νὰ τὸ κάνει πάγο. Βουνὰ ὁ
πάγος νὰ παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι μὲ τὰ κατσάβραχα. Γιὰ τὸν κύρη της ξέρει, τὸν πῆρε κοντά του ὁ Θεός! Θεὸς σχωρέσ’ τὸν.
Μὰ ἐκεῖνος ποῦ νὰ ‘ναί; Ὁ γιὸς της, τὸ
μοναχοπαίδι της, βρὲ παιδεμὸς νὰ τὸν μεγαλώσει, ἄντρακλας ἔγινε, ποὺ ἡ
Παναγιὰ νὰ τὸν φυλάει. Κι ἦταν ὧρες νὰ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου