ΡΕΠΟΡΤΑΖ:esos.gr
«Δεν
είμαι ειδήμων, περιμένω την αξιολόγηση από την ΑΔΙΠ να μας πει κατά
πόσον με αυτά τα τμήματα και με ποια ακόμη συγκροτείται πολυτεχνική
σχολή και δεύτερον, αν υπάρχει ανάγκη άλλης μίας πολυτεχνικής σχολής ή
αν αυτή η πολυτεχνική σχολή ουσιαστικά θα μας παράξει ανέργους και ούτω
καθεξής. Από εκεί κι έπειτα η αρχιτεκτονική σχολή υπήρχε και υπάρχει στο Προεδρικό Διάταγμα και με βάση και τις δημοσιονομικές συνθήκες θα δούμε τη λειτουργία της».
Την δήλωση έκανε σήμερα στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος , απαντώντας σε ερώτηση του Βουλευτή Ιωαννίνων της Νέας Δημοκρατίας Σταύρου Καλογιάννη , σχετικά με την ίδρυση Πολυτεχνικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και υπογράμμισε τα εξής:
Α.Να δούμε εν τέλει αυτός ο ακαδημαϊκός χάρτη της χώρας πόσες πολυτεχνικές σχολές μπορεί να σηκώσει, πόσες τέτοιες σχολές έχει ανάγκη η Ελλάδα. Επίσης, ποιο είναι το ποσοστό των ανέργων ή των πτυχιούχων από αυτές τις σχολές που μπορούν να βρουν θέση στην αγορά εργασίας και ένα σωρό από ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν, για να έχουμε μια συνολική απάντηση.
Β. Ξέρετε ότι ο πειρασμός είναι, όταν προβάλλονται τέτοια αιτήματα τέτοιας φύσεως, να απαντάει κανείς με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Όμως, θέλω να υπενθυμίσω ότι εδώ και μία τριετία έχει αρχίσει μία προσπάθεια συνολικής αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και απαντώντας με ένα μονολεκτικό «ναι» ή «όχι» για την ίδρυση μιας σχολής σε ένα Πανεπιστήμιο ή σε ένα άλλο Πανεπιστήμιο, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πάει ξανά στην απαρχή του φαύλου κύκλου που μας οδήγησε ως εδώ.
Γ.Υπό ποια έννοια; Η ανάπτυξη του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας έγινε με έναν τρόπο, ο οποίος δεν λογοδοτούσε ούτε στις ακαδημαϊκές ούτε στις αναπτυξιακές λογικές. Έγινε με έναν τρόπο χωρίς μελέτη, με έναν τρόπο σχεδόν άναρχο.
Δ.Αυτό, λοιπόν, το οποίο κάναμε εδώ και μία τριετία είναι να προσπαθήσουμε να εξορθολογήσουμε αυτόν τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας βλέποντας συνολικά τις ακαδημαϊκές, τις μαθησιακές ανάγκες, αλλά και τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας. Γι’ αυτό είδατε ότι κάναμε τρία πράγματα.
Ε.Το πρώτο είναι ότι φέραμε έναν νόμο για τη συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος διοίκησης των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας, έναν νόμο-πλαίσιο, ο οποίος υλοποιείται, εφαρμόζεται και νομίζω ότι μετά από ένα-δύο-τρία χρόνια, όπως και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει μέσα στις πρόνοιές του, θα υπάρξει μία αξιολόγηση για να δούμε τι έχει λειτουργήσει σωστά και τι χρειάζεται να αλλάξει κ.ο.κ. Αυτό είναι το ένα.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Καλαντζής): Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Ιωάννινα, πώς ένα πανεπιστήμιο που λειτουργεί σε υψηλό επίπεδο αναβάθμισε πολιτισμικά, οικονομικά την περιοχή σας. Τώρα ήρθε και η Εγνατία και σας έφερε κοντά μας σε δύο ώρες.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ (Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων): Υπάρχουν δύο πράγματα όσον αφορά το θέμα της διαδραστικής σχέσης –με τσίγκλησε τώρα ο Πρόεδρος- της αμφίδρομης σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα πανεπιστήμιο και σε μια τοπική κοινωνία.
Φυσικά, κάθε ίδρυμα και ιδιαίτερα τα περιφερειακά ιδρύματα προσφέρουν, αλλά πρέπει να προσφέρουν με έναν τρόπο ο οποίος να ανταποκρίνεται σε πραγματική αναπτυξιακή στρατηγική, όχι δηλαδή να φτιάχνουμε τμήματα ατάκτως ερριμμένα, για να μπορούμε να ικανοποιούμε ενοικιαζόμενα δωμάτια ή κάποια εστιατόρια τα οποία πρόσκαιρα αναπτύσσουν έναν τζίρο.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Συμφωνούμε απόλυτα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ (Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων): Και αυτό γιατί; Γιατί με αυτόν τον τρόπο βλάπτουμε μακροπρόθεσμα το μέλλον των παιδιών.
Αυτό το οποίο νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε κατ’ αρχήν είναι να διασφαλίσουμε ότι έχουμε ιδρύματα υψηλής ποιότητας, ανταγωνιστικά, τα οποία αναπτύσσουν την αριστεία και την εξωστρέφεια και έτσι δίνουν ισχυρά πτυχία και οι νέοι και οι νέες μας αύριο θα είναι ανταγωνιστικοί όχι μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια, αλλά και στο ευρωπαϊκό και στο πλανητικό –αν θέλετε- καταμερισμό έργου, γιατί πλέον καθένας από μας είναι πολίτης του κόσμου και συνεπώς, πρέπει να είναι ανταγωνιστικός σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
Τα πανεπιστήμιά μας σε γενικές γραμμές είναι καλά ιδρύματα και έχουν θύλακες αριστείας. Εγώ δεν θα διαφωνήσω μαζί σας ότι το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι ένα καλό πανεπιστήμιο, ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο.
Από εκεί και έπειτα, όμως, θα πρέπει να δούμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι να δούμε κατ’ αρχήν –και αυτό δεν είναι μόνο, αν θέλετε, ένα φαινόμενο το οποίο παρατηρείται στον ελληνικό χώρο, χθες συζητούσαμε ακριβώς αυτό στο Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- τις μελέτες ΠΙΑ και PISA, τις μελέτες του ΟΟΣΑ, όλες αυτές τις μελέτες που μας δείχνουν δύο πράγματα, ότι πρέπει να γίνει μία αντιστοίχιση των προσόντων και των δεξιοτήτων των εκπαιδευόμενων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με αυτά τα οποία η πραγματικότητα πλέον, η οποία αλλάζει με γοργούς ρυθμούς, απαιτεί. Πρέπει πάντοτε να γίνεται αυτή η αντιστοίχιση. Αυτό πάντοτε οδηγεί σε αλλαγές όσον αφορά τη στόχευση και τα γνωστικά αντικείμενα που κάθε εκπαιδευτικό σύστημα δίνει προς τους νέους και τις νέες.
Για να μην παρεξηγηθώ, σας λέω ότι η φιλοσοφία μου δεν είναι αυτή, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο, ότι η γνώση δεν είναι μόνο αυτό, δηλαδή η γνώση δεν είναι μόνο μία σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην παραγωγή, στην εκπαίδευση και στην εργασία. Δεν πρέπει η εκπαίδευση να είναι υποσύνολο των αναγκών της εργασίας, κάθε άλλο, γνώση είναι πάντοτε και μία διαδικασία η οποία πρέπει να οδηγεί τον άνθρωπο στην αγωγή, στην αρετή, στην προσπάθεια για την τελείωση ως ατόμου, ως ανθρώπου. Όμως, δεν μπορούμε να αποκόψουμε τα δύο.
Έχοντας πει όλα αυτά, λοιπόν, λέμε ότι βλέπουμε και εμείς στην πατρίδα μας, όπως βλέπουμε και σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα –γιατί στα θέματα της παιδείας υπάρχουν εθνικές πολιτικές, άσχετα αν υιοθετούμε τελικά μια συγκριτική μεθοδολογία για να μαθαίνουμε ο ένας από τα λάθη του άλλου και στο τέλος να αναπτύξουμε και μία ευρωπαϊκή στρατηγική στο βαθμό που αυτή είναι εφικτή και δυνατή- όπως και οι υπόλοιποι σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου ποια είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, ποιοι είναι οι αναπτυξιακοί τομείς που πρέπει να αναπτύξουμε, ποιες είναι οι δυνάμεις που έχουμε αυτήν τη στιγμή, για να δώσουμε ώθηση εκεί που έχουμε πράγματι συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτό εννοώ πέρα από τις κλασικές σπουδές, τις ανθρωπιστικές σπουδές που πρέπει να είναι στην Ελλάδα και όσον αφορά το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα πάντοτε σταθερές στην προσέγγισή μας και πάντοτε να αναπτύσσονται. Όμως, πρέπει να δούμε και τις επιμέρους εκείνες επιστήμες, τις τέχνες, στις οποίες πρέπει να δώσουμε ανάπτυξη.
Γιατί το λέω αυτό; Γιατί πάντοτε θα δείτε ότι και σε κάθε μηχανογραφικό κάνουμε μία αναδιάρθρωση, μία διόρθωση, ανάλογα και με τις ανάγκες που παρουσιάζονται.
Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μία οροφή όσον αφορά τις ανάγκες του δημοσίου στην είσοδο των εκπαιδευτικών γιατί βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλοί αδιόριστοι ακόμη. Άρα πρέπει να πούμε στους νέους και τις νέες μας ότι μπορεί να το έχεις αυτό ως όνειρο, αλλά δες και την πραγματικότητα η οποία δείχνει ότι την επόμενη πενταετία αν σε ωθήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, είναι πολύ πιθανό να σε εισάγουμε σε ένα τούνελ ανεργίας.
Αυτό λοιπόν που λέγεται επαγγελματικός προσανατολισμός που πρέπει να είναι η μέριμνα και η υποχρέωση μίας πολιτείας, πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο. Ένα το κρατούμενο.
Το δεύτερο είναι η αξιολόγηση. Αναφέρατε δύο τμήματα τα οποία βρίσκονται στη σχολή των θετικών επιστημών, αλλά αυτά –δεν είμαι ειδήμων, περιμένω ακριβώς την αξιολόγηση από την ΑΔΙΠ- βρίσκονται στην περιφέρεια και όχι στην καρδιά μιας πολυτεχνικής σχολής, όσον αφορά τα γνωστικά τους αντικείμενα.
Αυτό λοιπόν που θέλουμε και περιμένουμε από την αξιολόγηση είναι να μας πει κατά πόσον με αυτά τα τμήματα και με ποια ακόμη συγκροτείται πολυτεχνική σχολή και δεύτερον, αν υπάρχει ανάγκη άλλης μίας πολυτεχνικής σχολής ή αν αυτή η πολυτεχνική σχολή ουσιαστικά θα μας παράξει ανέργους και ούτω καθεξής.
Από εκεί κι έπειτα η αρχιτεκτονική σχολή υπήρχε και υπάρχει στο Προεδρικό Διάταγμα και με βάση και τις δημοσιονομικές συνθήκες θα δούμε τη λειτουργία της.
Φωτό:Αρχείο eurokinissi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου