Του Αποστόλη Δημητρόπουλου*

Από το 2026 και έπειτα τα πανεπιστήμια θα βρεθούν αντιμέτωπα με τις έντονες επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος και της μεγάλης μείωσης  (38%) των γεννήσεων που σημειώθηκε στη χώρα από το 2010 και μετά (από 119.000 γεννήσεις το 2009 σε 73.000 το 2023). 

Οι σχολές ανθρωπιστικών σπουδών και τα περιφερειακά ιδρύματα αναμένεται να υποστούν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις, οι οποίες θα προστεθούν στην μεγάλη μείωση του αριθμού των υποψηφίων (45%) που επιλέγουν την θεωρητική κατεύθυνση στις πανελλαδικές εξετάσεις (από 34.819 το 2012 σε 18.982 το 2023), λόγω πρωτίστως της δύσκολης επαγγελματικής αποκατάστασης των πτυχιούχων. 

Το προϋπάρχον πρόβλημα αναδείχθηκε μετά τη θεσμοθέτηση της ΕΒΕ (2021), καθώς περίπου 20% των υποψηφίων σημειώνει επιδόσεις κάτω από την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), με αποτέλεσμα να μείνουν κενές θέσεις ακόμα και σε σχολές ανθρωπιστικών σπουδών σε ιδρύματα της Αθήνας. Επιδεινώθηκε περαιτέρω με τον πολλαπλασιασμό των επιλογών των υποψηφίων, μετά την ενσωμάτωση των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια. 

Ας αναλογιστούμε, επομένως, τι θα συμβεί τα προσεχή 10-15 χρόνια, όταν οι υποψήφιοι μειωθούν περισσότερο από 30-40% ακόμη, λόγω του δημογραφικού. Όταν μάλιστα θα έχουν προστεθεί στις επιλογές των υποψηφίων και τα μη κρατικά πανεπιστήμια στα μεγάλα αστικά κέντρα. 

Η μείωση του συντελεστή της ΕΒΕ που επιλέχθηκε από τα πανεπιστήμια, ως πρώτη αντίδραση στο πρόβλημα των κενών θέσεων, είναι προφανώς ατελέσφορη. 

Ούτε μπορούμε να βασιστούμε στις πολιτικές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού, του μεγαλύτερου προβλήματος των αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη, όταν καμία αναπτυγμένη χώρα δεν έχει κατορθώσει να αυξήσει θεαματικά τις γεννήσεις. 

Είναι βέβαιο ότι τα πανεπιστήμια μας πρέπει να τρέξουν. 

Η προσεχής πενταετία μέχρι το 2030 είναι καθοριστική. 

Η ανάκτηση της ελκυστικότητας των ανθρωπιστικών σπουδών μεταξύ των Ελλήνων μαθητών και το άνοιγμα των πανεπιστημίων στον υπόλοιπο κόσμο είναι μονόδρομος. 

Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί αυτό;

Καταρχάς, η ανανέωση των προσφερόμενων προπτυχιακών προγραμμάτων και των μεθόδων διδασκαλίας στην κατεύθυνση της ενεργούς μάθησης, και η διεύρυνση των επιλογών των φοιτητών, μετά την εισαγωγή τους στις Σχολές, θα βοηθήσουν πολύ στη βελτίωση των επαγγελματικών προοπτικών των αποφοίτων. 

Η προσφορά νέων διεπιστημονικών προγραμμάτων που οδηγούν σε διακριτά πτυχία σε σύγχρονα αντικείμενα, όπως οι ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες, και οι συνδυασμοί των ανθρωπιστικών με τις κοινωνικές και άλλες επιστήμες θα είναι επιστημονικά γόνιμοι και επαγγελματικά επωφελείς για τους αποφοίτους.

Προγράμματα όπως οι Κλασσικές Σπουδές, που συνδυάζουν μαθήματα αρχαίας ιστορίας, φιλολογίας, φιλοσοφίας και αρχαιολογίας δεν μπορούν να προσφέρονται μόνο στην αγγλική γλώσσα στους αλλοδαπούς φοιτητές, όπως συμβαίνει ήδη σήμερα. Τα σημερινά στεγανά μεταξύ Τμημάτων, Σχολών και Ιδρυμάτων πρέπει να δώσουν τη θέση τους στις συνεργασίες μεταξύ τους. 

Η στόχευση στην εκπαίδευση και ενηλίκων φοιτητών και ανθρώπων τρίτης ηλικίας είναι επίσης μια επιπλέον δυνατότητα ανάπτυξης. 

Επιπλέον, οι συνεργασίες με τα τμήματα ελληνικών και ανθρωπιστικών σπουδών των πανεπιστημίων της Δύσης και της Ανατολής, τα κοινά ξενόγλωσσα προγράμματα και οι ανταλλαγές φοιτητών είναι επίσης μονόδρομος. 

Ποια σχολή φιλοσοφίας ή αρχαιολογίας στον πλανήτη δεν θα ήθελε να στείλει τους φοιτητές της για μια περίοδο σπουδών σε ένα αντίστοιχο ελληνικό πανεπιστήμιο; 

Οι έδρες ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό καθώς και οι Έλληνες επιστήμονες της διασποράς μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην προοπτική αυτή. 

Ακόμη, οι μεσαιωνικές σπουδές και το  Βυζάντιο δεν είναι αποκλειστικά ελληνική κληρονομιά. 

Η περαιτέρω ενίσχυσή τους μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον και από άλλες, κυρίως γειτονικές, χώρες. 

Τα ξενόγλωσσα μαθήματα και προγράμματα μπορούν να αποτελέσουν γέφυρες διεθνών συνεργασιών σε προπτυχιακό επίπεδο που, στη συνέχεια, θα προσελκύσουν διεθνείς φοιτητές στα προγράμματα μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών. 

Η ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων στις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων είναι μια ακόμη εφικτή διέξοδος, που πέρα από το κύρος των ελληνικών πανεπιστημίων θα αποφέρει σημαντικά γεωπολιτικά οφέλη και στη χώρα. 

Τα ευρωπαϊκά προγράμματα  «Έρασμος» και «Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια», η νεοσύστατη εταιρεία των πανεπιστημίων Study in Greece, οργανισμοί με μεγάλη εμπειρία στις διεθνείς συνεργασίες, όπως το College Year in Athens, οι διεθνείς εκπαιδευτικές εκθέσεις (NAFSA, EAIE, κλπ.), όπως και οι πολλές ξένες αρχαιολογικές σχολές που λειτουργούν ήδη στη χώρα μας μπορούν να αξιοποιηθούν για τη δικτύωση των τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών με τα πανεπιστήμια της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής. 

Η επιτυχία της προσπάθειας για την επιβίωση των περιφερειακών ιδρυμάτων και των τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών δεν είναι δεδομένη, ούτε εύκολη. 

Από όλα όμως τα αντικείμενα, λόγω της ιστορίας της χώρας, οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν μεγάλες πιθανότητες να πετύχουν, συμβάλλοντας και στην ανάδειξη της χώρας σε διεθνή κόμβο εκπαίδευσης. Ιδίως τώρα που σε πολλές άλλες δυτικές χώρες οι ανθρωπιστικές σπουδές φαίνεται επίσης να υποχωρούν.

Το θεσμικό πλαίσιο των πανεπιστημίων, τα χρηματοδοτικά εργαλεία και τα κίνητρα που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια, μπορούν να βελτιωθούν περαιτέρω, να ενισχυθούν, να  διευκολύνουν περαιτέρω και να υποστηρίξουν τις πρωτοβουλίες των πανεπιστημίων στις παραπάνω κατευθύνσεις. Τα βήματα που έχουν γίνει πρέπει να γίνουν άλματα μεγαλύτερα από την απειλητική φθορά του δημογραφικού που έρχεται. Χρόνος υπάρχει αλλά δεν είναι για χάσιμο.

*Ο Δρ. Αποστόλης Δημητρόπουλος έχει σπουδάσει Φιλοσοφία & Κοινωνικές Σπουδές και έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης