Του Χρήστου Κάτσικα

Έχει γίνει κανόνας, στις νεότερες τοποθετήσεις σχετικά με την εκπαιδευτική πολιτική, η ανάγκη αλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος μπροστά στην πραγματικότητα της «παγκόσμιας κοινωνίας της γνώσης» και της “παγκόσμιας κοινωνίας των πληροφοριών” που έχει πρόσφατα σχηματισθεί.
Στα πλαίσια αυτά, τα τελευταία χρόνια, στις θεραπευτικές αγωγές που προτείνονται για την εκπαίδευση προβάλει το σύνθημα «εκμάθηση της μάθησης» ή λαϊκότερα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω».
Δεν υπάρχει κείμενο της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ για την εκπαιδευτική πολιτική, που να μην επικεντρώνει, (ως υποτίθεται αντίδοτο στα «παρωχημένα αναλυτικά προγράμματα», στην «κουραστική εγκύκλια γνώση» και στην «αποστήθιση και τη μηχανική μάθηση» που «μετατρέπει τους μαθητές σε παθητικούς αποδέκτες»), στη μέθοδο «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» (learning to learn) η οποία αποτελεί, μάλιστα, μια από τις οκτώ δεξιότητες που έχει αποφασίσει η ΕΕ ότι πρέπει να δίνονται μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τη “δια βίου μάθηση”.
Πριν λίγες μέρες, στις «Αφετηριακές θέσεις για τον Εθνικό και Κοινωνικό Διάλογο για την Παιδεία», ο πρόεδρος της επιτροπής Αντώνης Λιάκος, αντιγράφοντας την κατευθυντήρια αυτή γραμμή, σημείωνε: «Το χρειάζεται να απελευθερωθεί από ένα πρόγραμμα παρωχημένο, που φορτώνει τα παιδιά και τους γονείς τους κουραστικές, ανούσιες και κατακερματισμένες γνώσεις. Το σχολείο πρέπει να λειτουργήσει με λιγότερο κόπο αλλά πιο έξυπνα. Αυτή τη δυνατότητα την προσφέρει η νέα ηλεκτρονική εποχή. Πρέπει να ξανασχεδιαστούν τα αναλυτικά προγράμματα, να ενισχύσουμε τη σχέση δασκάλων και μαθητών, την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία. Οι μαθητές από παθητικοί αποδέκτες γνώσεων πρέπει να μάθουν τη μέθοδο να λύνουν προβλήματα και να χειρίζονται πληροφορίες. Να μάθουν να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν».
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το κύριο ζήτημα είναι να βρει το εκπαιδευτικό σύστημα μια λύση που να αντιμετωπίζει την πληθώρα των γνώσεων - πληροφοριών με τις οποίες έρχεται σε επαφή ο σύγχρονος άνθρωπος. Η «λογική» εκμάθησή τους είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι επίσης φανερό ότι και η μηχανική απομνημόνευσή τους είναι αδύνατη αλλά και παιδαγωγικά ανεπιθύμητη. Από την άλλη, υποστηρίζουν, ότι οι ίδιες οι πληροφορίες έχουν ημερομηνία λήξης, παλιώνουν ταχύτατα, απαξιώνονται πολύ γρήγορα και τη σειρά τους παίρνουν νέες γνώσεις - πληροφορίες που κι αυτές δεν αργούν να παλιώσουν. Άρα τι απομένει ; Να εξοπλιστεί ο νέος άνθρωπος από το σχολείο με δεξιότητες εύρεσης, επιλογής, οργάνωσης και επεξεργασίας των πληροφοριών που χρειάζεται.
Εργαλειακή λογική και υποτίμηση της ουσίας της γνώσης
Το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» προβάλλεται σαν το ελιξίριο της σύγχρονης παιδαγωγικής που αντιμετωπίζει την πλημμυρίδα πληροφοριών και την παλαίωση των γνώσεων. Πρόκειται για μια νέα ανακάλυψη του τροχού που χρησιμεύει ιδιαίτερα και στη δια βίου εκπαίδευση, το άλλο βροντερό σύνθημα της εποχής της «νέας οικονομίας». Σύμφωνα με την επίσημη εκπαιδευτική ρητορική ικανός για το μέλλον είναι όποιος είναι σε θέση να αναζητήσει μέσα στην πλημμύρα των πληροφοριών, που πέφτει επάνω του, εκείνη που έχει σημασία για μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Η «εκμάθηση της μάθησης», προτεραιότητα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, στηρίζεται σε ένα είδος γενικής μόρφωσης το οποίο δεν καλλιεργεί και δεν αναπτύσσει την συνθετική - αναλυτική σκέψη, δεν δίνει τις βάσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας και του κόσμου. Ο υπερτονισμός του «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» αποσυνδεδεμένος από το «τι και για ποιο σκοπό μαθαίνω» αποτελεί μια φανερή υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης.
Πρόκειται, σύμφωνα με τον Πανεπιστημιακό Γιώργο Γρόλλιο για ένα είδος γενικής μόρφωσης με κεντρικό χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση της γνώσης, τον κατακερματισμό της. Από αυτόν τον ασύνδετο γαλαξία γνώσεων θα αξιοποιηθούν, αργότερα, στην παραγωγή, μόνο οι ελάχιστες άμεσα χρήσιμες. Οι υπόλοιπες γενικές γνώσεις είναι αναγκαίες απλά και μόνο για την ανάπτυξη της «εκμάθησης της μάθησης», στη βάση της εργαλειακής λογικής που με τη σειρά της θα αποτελεί την προϋπόθεση της κατάρτισης - επανακατάρτισης, με στόχο τη γρήγορη και αποτελεσματική προσαρμογή των ελαστικών εργαζομένων στις αλλαγές συνθηκών εργασίας.
Η «εκμάθηση της μάθησης» της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης δεν στοχεύει στην κατανόηση του κόσμου και της κοινωνίας, καθώς αποτελεί μια αποστεωμένη καρικατούρα της «εκμάθησης της μάθησης» που προώθησε το κίνημα της νέας αγωγής. Βασίζεται στον κατακερματισμό της γνώσης, στην άρνηση του ενιαίου χαρακτήρα της. Μειώνει στο ελάχιστο το βάθος της γνώσης και έτσι αποδιαρθρώνει την παράδοση του κινήματος της νέας αγωγής, αξιοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία από αυτό το αστικό ρεύμα, των οποίων αλλάζει ριζικά το περιεχόμενο.
Το ζητούμενο για τη μορφωτική αντίληψη της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης δεν είναι η σύνθεση των γνώσεων, η κατανόηση της κοινωνίας και του κόσμου, πολύ περισσότερο δεν είναι η ανάπτυξη δυνατοτήτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της «εκμάθησης της μάθησης», με στόχο την επιλεκτική αξιοποίηση τεμαχισμένων γνώσεων σε συνθήκες εργασίας που αλλάζουν. Μιλάμε για την εξοικείωση του μαθητή με δεξιότητες απαραίτητες στην αγορά εργασίας, τον εφοδιασμό του με ένα “κουτί πρώτων βοηθειών” γεμάτο από βασικές γνώσεις / δεξιότητες με τις οποίες θα βγει στην αγορά εργασίας.
Γνώση, πληροφορία και κριτική σκέψη
Για να αποφύγουμε κάθε αχρείαστη παρεξήγηση επισημαίνουμε ότι η εκμάθηση μεθόδων μελέτης δεν είναι μια διαδικασία έξω από τη λογική της παιδαγωγικής. Προβληματικός γίνεται ο υπερτονισμός της μεθόδου από την κυρίαρχη πολιτική καθώς αποσπάται από τα περιεχόμενα της διδασκαλίας – μάθησης και κυρίως από το σκοπό της όλης μορφωτικής διαδικασίας.
Βεβαίως ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να απομνημονεύει τα πάντα, αλλά εδώ χρειάζεται μια προσοχή για να μη πετάμε μαζί με τα απόνερα και το παιδί: Δεν μπορούμε να διαγράφουμε την αξία των γνώσεων. Σύμφωνα με τον παιδαγωγό Γιώργο Μωραΐτη, η γνώση είναι αναγκαία συνθήκη, επειδή είναι η δημιουργική αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συνείδηση του ανθρώπου. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει διάνοια, δεν υπάρχει λειτουργία όχι μονάχα γνωστική, αλλά ούτε και συναισθηματική και βουλητική. Το πρόβλημα είναι τι είδους γνώσεις και πώς τις αποκτάμε. Η απομνημόνευση και ο αποθησαυρισμός των γνώσεων δεν είναι κακό, είναι η προϋπόθεση της διανόησης, είναι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις απάνω στις οποίες θεμελιώνεται και κάθε καινούργια γνώση και κάθε προσπάθεια, ενώ το κατευθείαν αρνητικό είναι η αποστήθιση, που και άγονη είναι και σπατάλη δυνάμεων συνιστά, γιατί δεν έχει τη μονιμότητα της αφομοιωμένης γνώσης και σύνδεση με τις γνώσεις άλλων πεδίων.
Η συσσώρευση πολλών γνώσεων στα αναλυτικά προγράμματα και ο βομβαρδισμός του μαθητή με αυτές δεν σημαίνει ότι οι μαθητές που κατέχουν πολλές γνώσεις αποκτούν αυτόματα και την ικανότητα της κριτικής σκέψης. Φυσικά και το αντίστροφο είναι προβληματικό, να περιμένουμε ότι κάποιος άνθρωπος που δεν έχει γνώσεις και δεν έχει εμπλοκή με τον τρόπο παραγωγής της γνώσης μπορεί να μάθει να σκέφτεται κριτικά αν του διδάξουμε σε φόρμουλες τη διαλεκτική ή την τυπική λογική.
Το σχολείο, με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα, παρέχει στους μαθητές πληροφορίες. Όμως, η πληροφορία δεν είναι γνώση. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη γνώση και την πληροφορία έγκειται, ανάμεσα στα άλλα, στο ότι η πρώτη είναι οργανικά δεμένη με τους τρόπους και τους μηχανισμούς παραγωγής της, ενταγμένη στο συνεκτικό αρμό μιας επιστήμης που της δίνει ευρύτερο νόημα και παραπέρα ερμηνευτική δυνατότητα νέων γνωστικών περιοχών για επόμενες μαθητικές εργασίες. Η παρουσίαση στους μαθητές μόνο πληροφοριών καθιστά αδύνατη την επεξεργασία και την ιεράρχηση τους σε «χρήσιμες» και «άχρηστες». Καθιστά, επίσης, τους μαθητές ανήμπορους να ερμηνεύσουν και να ταξινομήσουν τις επόμενες πληροφορίες που θα προσλάβουν.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; ότι κάθε άνθρωπος για να δραστηριοποιηθεί είναι απαραίτητο να έχει «αποθηκεύσει» δημιουργικά έναν ορισμένο όγκο γνώσεων. Πως αλλιώς θα μπορούσε να εγχειρήσει ο χειρούργος που διαθέτει μεν άριστες στρατηγικές εύρεσης και οργάνωσης των πληροφοριών αλλά όχι και «έτοιμες» γνώσεις που να τις εφαρμόσει ;
www.alfavita.gr