Την Τρίτη 10/09 ολοκληρώθηκε η ψήφιση του νόμου για το Νέο Λύκειο,
με τον οποίο το κράτος συνεχίζει την επίθεση ενάντια σε σας, ενάντια σε
μας, ενάντια σε όλους∙ όσοι είμαστε μαθητές –τριες, όσοι είμαστε γονείς
μαθητών κι όσοι είμαστε δάσκαλοί τους στα σχολεία. Είμαστε εδώ, γιατί
δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως όπως έκλεισε η ΕΡΤ και πολλά νοσοκομεία
έτσι θα κλείσουν και πολλά σχολεία.
Το σχολείο ως εξεταστικό κάτεργο: το Νέο Λύκειο
Ο στόχος του νόμου, όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση, ήδη από τις δύο πρώτες προτάσεις της, είναι η μείωση των εισακτέων στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση:
«Τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια (από τη μεταπολίτευση και
μετά), το ζήτημα του Λυκείου, και το συνδεόμενο με αυτό, ζήτημα των
εισαγωγικών εξετάσεων αποτέλεσε σημείο αιχμής της εκπαιδευτικής
πολιτικής όλων των κυβερνήσεων. Η εκτενής συζήτηση που το ζήτημα αυτό
διαχρονικά έχει προκαλέσει, οφείλεται κατά βάση στο γεγονός ότι για
πολλές δεκαετίες η ελληνική κοινωνία είδε την εκπαίδευση των παιδιών της
και την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση ως το όχημα μιας
μοναδικής ευκαιρίας για ανοδική κοινωνική κινητικότητα.»
Και συνεχίζουν οι εμπνευστές του νόμου:
«Οι μαθητές σε ποσοστό 75% επιλέγουν το γενικό λύκειο και σε ποσοστό 25% επιλέγουν τις δομές της επαγγελματικής εκπαίδευσης… Η
σημασία της επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στις
παρούσες συνθήκες, εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης, η οποία έχει
εκτινάξει τα ποσοστά ανεργίας των νέων σε δυσθεώρητα ύψη και η
αναμόρφωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης μπορεί να αποτελέσει έναν
βασικό άξονα αντιμετώπισης του προβλήματος της ανεργίας.»
Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται επίσης ότι στην Ελλάδα
οι μαθητές που τελειώνουν το Γενικό Λύκειο είναι κατά 30% περισσότεροι
του ευρωπαϊκού μέσου όρου και ότι πρέπει να εξισωθούμε με αυτόν.
Εν ολίγοις, για να πετύχει να μειώσει την «ανοδική κοινωνική
κινητικότητα» και τις κοινωνικές προσδοκίες, το κράτος χρειάζεται μια
μεταρρύθμιση η οποία θα διώξει τους μαθητές και τις μαθήτριες από το
γενικό λύκειο και θα τους στείλει στην τεχνική εκπαίδευση (και από κει,
όπως θα δούμε παρακάτω, κατευθείαν στην αγκαλιά της προσωρινής,
ανασφάλιστης και μαύρης εργασίας). Αυτή την έξωση από το γενικό λύκειο
έρχεται να υπηρετήσει το σχέδιο «τρία χρόνια πανελλαδικές και εξετάσεις
σε 39 μαθήματα».
Για να περάσεις πλέον από τη μια τάξη του λυκείου στην άλλη πρέπει
να έχεις μέσο όρο 8 σε κάθε «δευτερεύον» μάθημα, 10 μέσο όρο σε
μαθηματικά, αρχαία, νέα ελληνικά και στα μαθήματα της ομάδας
προσανατολισμού και 10,1 γενικό μέσο όρο (μαθητής –τρια με 7 σε ένα
«δευτερεύον» ή με 9 σε μαθηματικά ή γλώσσα παραπέμπεται· με 9,9 γενικό
μέσο όρο μένει στην ίδια τάξη).
Κατά τη διάρκεια κάθε χρονιάς τα παιδιά περνάνε από ένα γολγοθά
διαρκών εξετάσεων με θέματα που μπαίνουν κατά 50% από πανελλαδική
τράπεζα θεμάτων με κλήρωση, με συνέπεια να μην μπορεί ο δάσκαλός τους να
τα βοηθήσει.
Για το βαθμό πρόσβασης στην Γ΄βάθμια εκπαίδευση προσμετράται ο
βαθμός προαγωγής και απόλυσης και των τριών τάξεων του Λυκείου.
Επιβάλλονται στους μαθητές της Γ΄ Λυκείου διπλές πανελλαδικές εξετάσεις,
για την απόλυση από το Λύκειο και την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο.
Με τις πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του
Λυκείου, με άλλα λόγια με την κρυφή ενσωμάτωση του συστήματος επιλογής
στην καρδιά της λυκείου, οδηγείται, με μαθηματική ακρίβεια, στην
απόρριψη και στον εξοστρακισμό τουλάχιστον το 25% του μαθητικού
πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι μέσα σε λιγότερο από μία πενταετία
λειτουργίας του Γενικού Λυκείου, αυτό θα έχει χάσει περίπου 50.000
μαθητές από τους 200.000 που φοιτούν σήμερα. Λιγότεροι μαθητές, λιγότερα σχολεία, λιγότεροι καθηγητές.
Χαρακτηριστικό της κανιβαλικής ιδεολογίας που διαπνέει τους
εμπνευστές του σχεδίου είναι ότι οι μαθητές που θα φεύγουν από το Γενικό
Λύκειο, ως «πλεονάζον προσωπικό» σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται»,
χαρακτηρίζονται «οκνηροί», «νούλες» και αποτυχημένοι:
«Δεν είναι δίκαιο ορισμένοι μαθητές nullo labore να βρίσκονται
στην ίδια τάξη με μαθησιακά κενά… Ορισμένοι μαθητές λόγω του ότι δεν
διαθέτουν την προαπαιτούμενη γνωστική επάρκεια νιώθουν μειονεκτικά αλλά
και εκτός αυτού παρακωλύουν την απρόσκοπτη μάθηση των άλλων, φαινόμενο
το οποίο στις μέρες μας έχει πάρει διαστάσεις…»
Και στα ΕΠΑΛ εισάγεται η βάση του 10,1 για προαγωγή στην
επόμενη τάξη, οι πανελλαδικές κάθε χρόνο με 50% των θεμάτων από τράπεζα
με ηλεκτρονική κλήρωση, όπως και η 4η φορά εξετάσεις για εισαγωγή στην
τριτοβάθμια . Αυτά βέβαια στις ειδικότητες που θα απομείνουν και δε θα
χαριστούν στα ιδιωτικά ΙΕΚ, όπως έγινε πρόσφατα με την κατάργηση 50
ειδικοτήτων.
Όσοι από τα ΕΠΑΛ δεν αποφασίσουν να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια είναι υποχρεωμένοι, εάν θέλουν να έχει κάποια ισχύ το απολυτήριό τους στην αγορά εργασίας, να εργαστούν/μαθητεύσουν
σε επιχείρηση, βιοτεχνία, εργοστάσιο για ένα χρόνο,(και στη διάρκεια
του καλοκαιριού) 28 ώρες την εβδομάδα, ανασφάλιστοι, με μισθούς της
πλάκας (140 ευρώ το μήνα!), προκειμένου να μάθουν το επάγγελμα/τέχνη
τους. Αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να έχουν δικαίωμα σε εξετάσεις πιστοποίησης, για τις οποίες είναι υπεύθυνοι οι αντίστοιχοι φορείς π.χ. τα τεχνικά επιμελητήρια.
Σταδιακά καταργούνται οι ΕΠΑ.Σ(θεσμός τυπικής εκπ/σης) και
ιδρύονται οι ΣΕΚ , (Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης-άτυπη εκπ/ση), όπου
επίσης ορίζεται ως προαπαιτούμενη η βάση του 10 για την προαγωγή και οι
οποίες ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από τους Δήμους. Ελλείψει
κονδυλίων (πράγμα αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς τα αδύναμα οικονομικά
μέσα των δήμων) δύναται να συμμετέχει ιδιώτης επιχειρηματίας και να
υπάρχουν δίδακτρα. Και εδώ, μετά τις δύο πρώτες τάξεις, εισάγεται η
χρονιά της μαθητείας, όπου τα αφεντικά θα τους μαθαίνουν μόνο την
τεχνολογία που μεταχειρίζονται στη δική τους επιχείρηση με αναμενόμενο
αποτέλεσμα στην επόμενη επιχείρηση να θεωρούνται ανειδίκευτοι και χωρίς
προϋπηρεσία. Οι καθηγητές τους δεν είναι υποχρεωτικό να είναι
εκπαιδευτικοί· μπορεί να είναι και επαγγελματίες χωρίς πιστοποιημένη
παιδαγωγική κατάρτιση. Επιπλέον η αποφοίτηση από τις ΣΕΚ δεν οδηγεί πια
σε απόκτηση πτυχίου, παρά μόνο σε μια βεβαίωση κατάρτισης επιπέδου 2 και
ανοίγει δρόμο σπουδών μόνο για τα ΙΕΚ.
Οι αλλαγές στην τεχνική εκπαίδευση προωθούν την ιδεολογία ότι
κάποιος είναι άνεργος, όχι γιατί δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας,
αλλά επειδή δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια, προκειμένου να αντεπεξέλθει
στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ο ίδιος ο άνεργος κατασκευάζεται ως ένοχος και υπεύθυνος για την ανεργία του… Αυτή η ιδεολογία είναι άλλη μία παραλλαγή της ατομικής ευθύνης για την ανεργία.
Η απλήρωτη ή κακοπληρωμένη πρακτική άσκηση των ΤΕΙ και των ΙΕΚ
εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν εμπόδισε την ανεργία να φτάσει
στο 30% εν γένει και στο 60% για τους νέους. Το εκπαιδευτικό σύστημα
ποτέ δεν μπορούσε ούτε μπορεί να δημιουργήσει με τέτοιους όρους θέσεις
εργασίας. Αυτό το οποίο κάνει είναι να κατανέμει τους εκπαιδευόμενους σε
θέσεις που παράγει και αναπαράγει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας σε
μια αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία. Με τη σημερινή εσκεμμένη
πολιτική της ύφεσης και της «εσωτερικής υποτίμησης», η στροφή σε μια
υποβαθμισμένη τεχνική εκπαίδευση δε θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας
των νέων. Απλώς θα υπάρξει μια ολόκληρη γενιά που θα
βγει στην αγορά εργασίας με ακόμα χειρότερους όρους. Και από κάτω άλλη
μία, που, ακόμα χειρότερα, θα ψάχνει στον πάτο του βαρελιού το φως στο
τούνελ.
Τέλος, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η αύξηση των μαθητών κατά 10%
ανά τάξη δεν έχει τελικά ανασταλεί ,γιατί δε νομοθετήθηκε μεν, αλλά
έφτασε στα σχολεία όλων των βαθμίδων ως κοινή υπουργική απόφαση, γεγονός
που αφήνει σημαντικό περιθώριο άρνησης της από εμάς.
Ο νόμος για το «νέο λύκειο» έχει πολλαπλούς αποδέκτες.
Από τη μια, επιχειρεί να βαθύνει το σύστημα αξιολόγησης και
ανταγωνισμού και στοχοποιεί εκείνη τη μερίδα παιδιών που δε θα
ανταπεξέλθει στην πίεση και τα έξοδα, προορίζοντάς την για αναλώσιμο
εργατικό δυναμικό. Μια μικρή μερίδα των παιδιών της εργατικής τάξης που
θα καταφέρνουν τελικά να αναρριχηθούν κοινωνικά μέσω της απόκτησης ενός
πτυχίου, θα το πετυχαίνουν με τόσο κόστος και θυσίες, ώστε να
κανιβαλίζουν τους υπόλοιπους και να γίνονται πραγματικά σκυλιά των
αφεντικών.
Από την άλλη, σχεδιάζει να υποτιμήσει την εργασία των εν ενεργεία
εκπαιδευτών. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι υποτιμημένοι και υπό
αξιολόγηση και με τη δαμόκλειο σπάθη των μετακινήσεων και διαθεσιμοτήτων
εκπαιδευτικοί θα είναι οι τελικοί διαλογείς των μαθητών που θα
κόβονται, και εν τέλει θα βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα.
Ο αγώνας τώρα ξεκινάει και θα είναι μακρύς
Για μας όλα αυτά βέβαια τελούν συνεχώς υπό διακύβευση. Πάντα
υπάρχει η δυνατότητα να ανατρέψουμε τους υπολογισμούς τους. Πάντα
υπάρχει η δυνατότητα τα πράγματα να πάνε αλλιώς και αυτό που σχεδιάζεται
ως ένα νέο μαζικό σχολείο για την αμάθεια και τον ανταγωνισμό απλώς να
αποτύχει. Έχει ξαναγίνει. Όλοι εμείς μαζί, μαθητές/τριες και δάσκαλοι,
μπορούμε να μετατρέψουμε τη λεγόμενη από ένα κομμάτι της αριστεράς
«μάχη για τη σωτηρία του σχολείου» σε μάχη για την απομυθοποίηση του
καπιταλιστικού σχολείου, μάχη για το ριζικό μετασχηματισμό του, μάχη
για το γκρέμισμα της κοινωνικής ιεραρχίας και της καταπίεσης που αυτό
αναπαράγει, μάχη για την αντικατάστασή του από ένα άλλο «σχολείο» που θα
προτάσσει την αλληλεγγύη-ισοελευθερία κόντρα στην αστική εξατομίκευση
και τον καπιταλιστικό αγριανθρωπισμό. Οι αγώνες μας είναι δυνατό να
αποτελέσουν ένα ουσιώδες μάθημα-εμπειρία όχι μόνο για μαθητές και
καθηγητές, αλλά για όλους όσοι σήμερα το έχουν ανάγκη, για όλους όσοι
σήμερα βλέπουν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη για ριζική ανατροπή του
υπάρχοντος ταξικού συσχετισμού δύναμης στην κοινωνία.
Αυτό όμως δεν το βλέπουμε να γίνεται με συνθήματα υπέρ της «υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών». Και εξηγούμαστε.
Το καπιταλιστικό κράτος δεν είναι «καλό», όταν «μας βοηθάει»
χτίζοντας σχολεία, νοσοκομεία κλπ. και «κακό», όταν χρηματοδοτεί τους
ατομικούς καπιταλιστές και τους τραπεζίτες. Το συγκεκριμένο κράτος
είναι πάντα το κράτος του κεφαλαίου. Είναι το κράτος που υπηρετεί τα
μακροπρόθεσμα ταξικά συμφέροντα της άρχουσας κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής
τάξης, εξαπατώντας τις υποτελείς-εκμεταλλευόμενες κοινωνικές τάξεις ότι
δήθεν πρόκειται για ένα ουδέτερο αταξικό κράτος.
Για να πάρουμε την περίπτωση της Ελλάδας, όταν το κράτος άρχισε να αυξάνει
τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση
κλπ. τη δεκαετία του 1960, δεν το έκανε από φιλανθρωπία ή γιατί ήταν το
«κράτος του λαού»· το έκανε, επειδή η Ελλάδα ήταν μια καπιταλιστικά
αναπτυσσόμενη χώρα που είχε ανάγκη από φρέσκο, μορφωμένο και υγιές
εργατικό δυναμικό για τις επιχειρήσεις της. Όταν το κράτος διόγκωσε τις
ίδιες δημόσιες δαπάνες από τη δεκαετία του 1980 και μετά, δεν το έκανε,
όπως λένε οι δεξιοί σήμερα που το τροπάριο έχει αλλάξει, επειδή ήταν
«σπάταλο» και «διεφθαρμένο», αλλά επειδή έπρεπε να ικανοποιήσει τις
απαιτήσεις μιας μαχητικής εργατικής τάξης και επειδή γενικώς, οι
ιστορικά καθορισμένες ανάγκες αναπαραγωγής των εργαζόμενων κοινωνικών
τάξεων, είχαν μεγεθυνθεί. Κι αν οι ίδιες δημόσιες δαπάνες δεν
διογκώθηκαν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό την περασμένη δεκαετία, πριν από
την «κρίση του χρέους», αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι τα αφεντικά είχαν
βρει στους μετανάστες εργάτες και τους νέους ένα παραγωγικό,
υποτιμημένο και πολιτικά αδύναμο εργατικό δυναμικό, για την αναπαραγωγή
του οποίου δε χρειαζόταν να ξοδέψουν πολλά.
Σήμερα που η καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα, αλλά και
παγκοσμίως, βρίσκεται σε βαθιά ύφεση-μείωση της κεφαλαιακής κερδοφορίας,
εφαρμόζεται από το κράτος η πολιτική της απαξίωσης του κόσμου της εργασίας
(δηλαδή όλων εμάς που παράγουμε τις χρηστικές αξίες εντός του ελληνικού
κοινωνικού σχηματισμού). Το κράτος –που είναι πάντα κράτος του
κεφαλαίου- δεν αυξάνει πια τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία, την
υγεία, την κοινωνική ασφάλιση κλπ. Το αντίθετο: τις μειώνει με στόχο να διασώσει, ή ακόμα και να αυξήσει, την αναγκαία για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, κεφαλαιακή κερδοφορία.
Γι’ αυτό κλείνουν νοσοκομεία, σχολεία και κοινωνικές υπηρεσίες.
Αυτά, όπως δείξαμε, δεν είναι «δημόσια αγαθά» αλλά κομμάτι του
«κοινωνικού» μας μισθού· του μισθού, δηλαδή, που δεν τον παίρνουμε στο
χέρι, σε χρήμα, αλλά σε είδος, ως αξίες χρήσης.
Επειδή το κράτος είναι ο ιδιοκτήτης αυτών των αναπαραγωγικών της
εργασιακής μας δύναμης τομέων (υπηρεσιών), μπορεί να τους περικόπτει ή
να τους ιδιωτικοποιεί –δηλ. να υπάγει άμεσα τις αξίες χρήσης τις οποίες
παράγουν αυτοί οι τομείς, στη διαδικασία παραγωγής κέρδους- όποτε οι
δυσχέρειες ή οι ανάγκες του κεφαλαίου το απαιτούν.
Γι’ αυτό και μεις οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι φοιτητές και οι
άλλοι εργαζόμενοι που υπογράφουμε αυτό το κείμενο δεν υπερασπιζόμαστε τη
«δημόσια, δωρεάν παιδεία» όπως είναι σήμερα.
1ον) Γιατί δεν είναι δημόσια-κοινωφελής-λαϊκή αλλά κρατική, στην υπηρεσία του κεφαλαίου
2ον) Γιατί δεν είναι δωρεάν, αφού πρέπει να πληρώνουμε ένα σωρό
φράγκα στα φροντιστήρια για να αντεπεξέλθουμε στον κυκεώνα των εξετάσεων
που επιβάλλει
3ον) Γιατί δεν είναι παιδεία (με την έννοια της ελεύθερης
διαδικασίας που στοχεύει στην άνοδο του πνευματικού μας επιπέδου) αλλά
κατάρτιση, δια-μόρφωση και κατανομή του εργατικού δυναμικού που
χρειάζονται οι επιχειρήσεις.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θ’ αφήσουμε να μας πετάξουν έξω από το
λύκειο. Δε θα τους επιτρέψουμε να μας στερήσουν αυτό που μας ανήκει, ένα
κομμάτι του «κοινωνικού» μας μισθού. Δε θα γίνουμε οι καταρτίσιμοι δούλοι του 21ου αιώνα.
Θα αλλάξουμε το σχολείο και την κοινωνία από τα μέσα και ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του.
ΚΑΤΩ Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ
ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ
ΛΙΓΟΤΕΡΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ
ΜΑΖΙΚΕΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΓΟΝΕΙΣ
Οκτώβριος 2013
Πρωτοβουλία για τη διάχυση των απεργιακών αγώνων στην εκπαίδευση
www.dsolomos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου